fbpx
Επιλογή Σελίδας

 

Οι περισσότεροι από εμάς μάθαμε στο σχολείο ότι οι άνθρωποι κληρονομούν τα μισά γονίδιά τους από τον πατέρα τους και τα μισά από τη μητέρα τους. Αυτό πράγματι ισχύει, αλλά αποδεικνύεται ότι ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς συμβάλλουν στη γενετική κληρονομικότητα των παιδιών τους είναι πιο περίπλοκος από όσο νομίζαμε. 

Επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι εμπειρίες ενός γονέα μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση που κωδικοποιούνται στο σπέρμα ή το ωάριο και περνούν στους απογόνους. Με άλλα λόγια, τα παιδιά κληρονομούν τις εμπειρίες των γονέων τους.  

«Η δήλωση ότι τα παιδιά κληρονομούν τις εμπειρίες των προγόνων τους, προκαλεί έκπληξη στους περισσότερους ανθρώπους», τονίζει ο Larry Feig, Καθηγητής Αναπτυξιακής, Μοριακής και Χημικής Βιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Tufts και επικεφαλής της σχετικής μελέτης.  

Ο ίδιος εξηγεί πώς ακριβώς οι αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση, που ονομάζονται επιγενετικές αλλαγές, μπορούν να μεταβιβαστούν στους απογόνους από τους γονείς τους. Αυτού του είδους η κληρονομικότητα είναι διαφορετική από τον κλασσικό τρόπο που κληρονομούνται τα γονίδια π.χ. το χρώμα των μαλλιών ή των ματιών. Δεν στηρίζεται δηλαδή στον ίδιο μηχανισμό. Μοιάζει περισσότερο με την κληρονομικότητα γονιδίων που ενεργοποιούνται ή απενεργοποιούνται με σκοπό την καλύτερη προσαρμογή σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. 

 

Τα τραύματα των γονιών μεταφέρονται στα παιδιά τους 

Ο Feig μάλιστα ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να εξετάσει αν το παιδικό τραύμα των γονέων μπορεί να οδηγήσει σε επιγενετικές αλλαγές που κάνουν τους απογόνους τους πιο επιρρεπείς σε ψυχιατρικές διαταραχές. 

Πιο συγκεκριμένα, έχει ξεκινήσει ήδη μια μικρή πιλοτική μελέτη σε ανθρώπους διαπιστώνοντας ότι οι άνδρες με δυσμενείς εμπειρίες παιδικής ηλικίας (όπως σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση ή παραμέληση) είχαν μειωμένα επίπεδα microRNA στο σπέρμα τους. Αυτές οι αλλαγές στο σπέρμα των ανδρών μπορεί να στηρίξουν την υπόθεση για τις επιγενετικές αλλαγές που μεταβιβάζονται από τους γονείς στους απογόνους τους.  

Στη νέα μελέτη, οι συμμετέχοντες άνδρες θα ερωτηθούν όχι μόνο για τις δικές τους δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, αλλά και για τις δυσμενείς εμπειρίες των γονιών τους, όπως αυτές που σχετίζονται με PTSD (σύνδρομο μετατραυματικού στρες). Επιπλέον, θα ερωτηθούν για τα είδη των θετικών παιδικών εμπειριών τους, που έχει αποδειχθεί ότι μετριάζουν το πρώιμο τραύμα. Ο Feig αναρωτιέται αν αυτές οι θετικές εμπειρίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τα επίπεδα των μορίων microRNA στο σπέρμα. Αυτό φαίνεται να ισχύει για τα ποντίκια, σύμφωνα με μελέτες του ίδιου, αλλά και άλλων ερευνητών. Παραμένει να διαπιστωθεί αν ισχύει το ίδιο και για τους ανθρώπους.  

 

Τεστ σάλιου στο μέλλον θα ανιχνεύει το ρίσκο εκδήλωσης ψυχικών διαταραχών  

Ο Feig σχεδιάζει να συμπεριλάβει περίπου 300 συμμετέχοντες στην έρευνά του και για αυτό συνεργάζεται με το Boston IVF, ένα κέντρο γονιμότητας που περιλαμβάνει επίσης ένα ερευνητικό πρόγραμμα με επικεφαλής τον επιστημονικό διευθυντή Denny Sakkas 

Βασικός τους στόχος είναι να διαπιστώσουν αν ορισμένες αλλαγές στο microRNA στο σπέρμα των γονέων κάνουν την επόμενη γενιά ευάλωτη σε ψυχιατρικές διαταραχές. 

Τα δείγματα θα περιλαμβάνουν όχι μόνο σπέρμα, αλλά και σάλιο. Ο Feig και τα μέλη του εργαστηρίου του θα αναλύσουν το σάλιο για να δουν αν παρουσιάζει τις ίδιες διακυμάνσεις στο microRNA με το σπέρμα. Αν ναι, ίσως στο μέλλον ένα απλό τεστ σάλιου θα μπορούσε να εντοπίσει τους ανθρώπους των οποίων τα επίπεδα microRNA δείχνουν ότι οι αγχωτικές εμπειρίες τους θέτουν τους μελλοντικούς απογόνους τους σε κίνδυνο για ψυχική ασθένεια. 

 

Ποιος είναι ο απώτερος στόχος 

Σύμφωνα με τον Feig, με τις κατάλληλες πληροφορίες που θα παρέχουν εξειδικευμένα τεστ στο μέλλον, πιθανόν να μπορούν να αντιστραφεί η προδιάθεση για ψυχικές ασθένειες με ψυχοθεραπεία, διαλογισμό ή ψυχιατρικά φάρμακα πριν οι άνθρωποι αποκτήσουν παιδιά. Όπως ο ίδιος τονίζει: «Είναι πολύ πιο εύκολο να αλλάξει η επιγενετική παρά η γενετική, επειδή η επιγενετική που στηρίζεται στη ρύθμιση των γονιδίων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ελέγχουν τα επίπεδα microRNA του σπέρματος, ανταποκρίνεται στις επιδράσεις του περιβάλλοντος».