Ποσοστά επιτυχίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση
Τι πρέπει να γνωρίζουν τα ζευγάρια
Τα τελευταία χρόνια αποτελεί αντικείμενο ευρείας συζήτησης η κατανόηση, αλλά και η ερμηνεία των ποσοστών επιτυχίας των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που δημοσιεύονται από τις διάφορες Μονάδες Εξωσωματικής σε όλον τον κόσμο.
Η συζήτηση αυτή έχει μεγάλη σημασία, καθώς η παρουσίαση των στατιστικών αποτελεσμάτων μιας Μονάδας Εξωσωματικής με διαφορετικούς τρόπους, μπορεί (είτε εσκεμμένα είτε κατά λάθος) να οδηγήσει τα ζευγάρια στην εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων.
Μέχρι σήμερα, οι πιο ευρέως χρησιμοποιούμενοι στατιστικοί δείκτες για τη μέτρηση των ποσοστών επιτυχίας στην εξωσωματική είναι οι παρακάτω:
Ποσοστό επίτευξης εγκυμοσύνης (%) – pregnancy rate: Ο δείκτης αυτός δείχνει το ποσοστό επί τοις εκατό των γυναικών που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση και πέτυχαν ανίχνευση χοριακής γοναδοτροπίνης (δηλαδή θετικό τεστ κύησης).
Ποσοστό επίτευξης κλινικής κύησης (%) – clinical pregnancy rate: Ο δείκτης αυτός δείχνει το ποσοστό των γυναικών που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση και πέτυχαν όχι μόνο θετικό τεστ κύησης, αλλά και υπερηχογραφική επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης (δηλαδή ενδομήτριος σάκος με ορατό λεκιθικό ασκό, αλλά και έμβρυο με θετική καρδιακή λειτουργία), ανά 100 θεραπείες.
Ποσοστό ζώντων γεννήσεων (%) – live birth rate: Ο δείκτης αυτός εκφράζει το ποσοστό των ζώντων νεογνών που προέκυψαν ανά 100 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ως ζώντα νεογνά περιγράφονται όλα τα μωρά που γεννήθηκαν μετά τη συμπλήρωση της 24ης εβδομάδας της κύησης.
Όπως είναι εμφανές από τα παραπάνω, ο καλύτερος τρόπος για να ερμηνεύσει κανείς τα αποτελέσματα της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι η χρήση του στατιστικού δείκτη live birth rate – ποσοστό ζώντων γεννήσεων (%).
Δυστυχώς, όμως, η συλλογή αυτών των πληροφοριών δεν είναι πάντα δυνατή, επειδή πολλές φορές τα ζευγάρια, μετά από μια εξωσωματική γονιμοποίηση, παραλείπουν να ενημερώσουν για την έκβαση της εγκυμοσύνης τους τις Μονάδες Εξωσωματικής. Γι’ αυτόν τον λόγο, πολλές φορές οι Μονάδες δημοσιεύουν τα ποσοστά επίτευξης εγκυμοσύνης και τα ποσοστά επίτευξης κλινικής κύησης στα ετήσια αποτελέσματά τους.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό, όταν δημοσιεύονται ποσοστά επιτυχίας εξωσωματικής γονιμοποίησης, να ορίζεται ξεκάθαρα ο παρανομαστής του κλάσματος της μέτρησης ενός στατιστικού δείκτη. Κι αυτό επειδή υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις στα αποτελέσματα, αν οι δείκτες αυτοί μετρώνται ανά κύκλο εξωσωματικής, ανά ωοληψία ή ανά εμβρυομεταφορά.
Για παράδειγμα, Μονάδες Εξωσωματικής που επιλέγουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε γυναίκες ηλικίας άνω των 40 ετών, έχουν υψηλότερο ποσοστό ακύρωσης κύκλων, μιας και κάποιες από αυτές τις γυναίκες δεν κατορθώνουν να φθάσουν στο στάδιο της εμβρυομεταφοράς λόγω κακής ποιότητας ωαρίων (επομένως και εμβρύων). Αν αυτές οι Μονάδες δημοσιεύουν αποτελέσματα ανά κύκλο εξωσωματικής που ξεκινά, τότε τα αποτελέσματά τους θα είναι δραματικά χαμηλότερα, συγκρινόμενα με μια άλλη Μονάδα που από επιλογή ασχολείται με νεαρότερες γυναίκες, στις οποίες τα ποσοστά ακύρωσης των κύκλων τους είναι πολύ μικρότερα.
Επίσης, κάποιες Μονάδες δημοσιεύουν αθροιστικούς δείκτες επίτευξης κύησης. Αυτό σημαίνει ότι τα αποτελέσματά τους δεν αναφέρονται σε έναν μόνο κύκλο θεραπείας, αλλά σε περισσότερους (συνήθως σε 3 συνεχόμενους). Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι αναμενόμενο τα ποσοστά επιτυχίας να παρουσιάζονται μεγαλύτερα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, τα υπογόνιμα ζευγάρια που πρόκειται να υποβληθούν σε εξωσωματική, πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχει πληθώρα παραγόντων που επηρεάζει τα ποσοστά επιτυχίας μιας εξωσωματικής γονιμοποίησης. Οι σημαντικότεροι εξ’ αυτών περιγράφονται παρακάτω:
Η ηλικία της υπογόνιμης γυναίκας / του υπογόνιμου ζευγαριού:
Είναι γνωστό ότι όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, τόσο ελαττώνονται τα ποσοστά επίτευξης εγκυμοσύνης μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης. Αυτό σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα του ωαρίου, το οποίο έχει αντίκτυπο στα ποσοστά εμφύτευσης του εμβρύου και κατ’ επέκταση στη δυνατότητα επίτευξης εγκυμοσύνης. Έτσι λοιπόν, κατά την ανασκόπηση των αποτελεσμάτων μιας Μονάδας, θα πρέπει να εξετάζεται η ηλικιακή κατανομή των γυναικών που λαμβάνουν θεραπεία και να γίνεται μάλιστα αναφορά και στον ακριβή αριθμό των περιστατικών που συμμετείχαν. Μόνο με τον τρόπο αυτό είναι ιατρικώς και στατιστικώς ορθή η ερμηνεία των αποτελεσμάτων κάθε Μονάδας.
Ο αριθμός των εμβρύων που μεταφέρονται:
Αποτελεί πλέον συνηθισμένη πρακτική από πολλές Μονάδες η μεταφορά ενός μόνο εμβρύου (κι όχι δύο ή περισσότερων) στη γυναίκα κατά την εξωσωματική, ιδιαίτερα σε νεαρότερες γυναίκες. Ο κύριος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η αποφυγή των πολύδυμων κυήσεων, οι οποίες στη μαιευτική είναι κυήσεις υψηλού κινδύνου με μεγαλύτερη πιθανότητα προωρότητας, αλλά και άλλων επιπλοκών. Οι Μονάδες Εξωσωματικής που επιλέγουν να μεταφέρουν περισσότερα του ενός εμβρύου έχουν υψηλότερα ποσοστά επίτευξης κύησης (pregnancy rate), αλλά και υψηλότερο κίνδυνο γεννήσεων πρόωρων νεογνών.
Προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος των εμβρύων (PGS):
Είναι γενικά παραδεκτό (αν και όχι ιδιαίτερα γνωστό) ότι ένας σημαντικός αριθμός εμβρύων που προκύπτουν από τις τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι γενετικά ανώμαλα, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη φυσική σύλληψη. Συνήθως, όταν τα έμβρυα αυτά μεταφέρονται στη μήτρα, είτε δεν εμφυτεύονται κι έτσι δεν προκύπτει εγκυμοσύνη, είτε εμφυτεύονται προσωρινά και ακολουθεί αργότερα η αποβολή τους. Έτσι λοιπόν, θεωρητικά, η επιλογή υγιών γενετικά εμβρύων θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες σύλληψης στα υπογόνιμα ζευγάρια. Η ευρεία υιοθέτηση μιας τέτοιας πολιτικής από μία Μονάδα θα μπορούσε να αυξήσει ως εκ τούτου τα ποσοστά εγκυμοσύνης της σε αρκετές περιπτώσεις. Τα μειονεκτήματα του προεμφυτευτικού ελέγχου είναι αφενός ο αυξημένος κίνδυνος βλάβης ενός υγιούς εμβρύου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και αφετέρου το υψηλό κόστος που συνδέεται με την όλη τεχνική.
Το είδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης (η χρήση ιδίων η δανεικών ωαρίων):
Γνωρίζουμε ότι όταν η γυναίκα που υποβάλλεται σε εξωσωματική γονιμοποίηση κάνοντας χρήση του δικού της γενετικού υλικού έχει ηλικία που ξεπερνάει τα 43 – 44 έτη, έχει πολύ χαμηλές πιθανότητες επίτευξης κύησης και ελάχιστο ποσοστό ζώντων γεννήσεων. Αν, αντιθέτως, η ίδια γυναίκα κάνει χρήση ξένου γεννητικού υλικού, τότε οι πιθανότητές της αυξάνονται σημαντικά. Έτσι, κατά την ανασκόπηση των αποτελεσμάτων, είναι εξαιρετικά σημαντικό να προσδιοριστεί ο τύπος της θεραπείας που αναφέρεται στα αποτελέσματα αυτά. Σε περιπτώσεις δωρεάς ωαρίων, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να επηρεαστεί ακόμη και από το αν τα ωάρια που χρησιμοποιήθηκαν είναι φρέσκα ή κρυοσυντηρημένα, μιας και τα πρώτα φαίνεται να έχουν υψηλότερα ποσοστά επίτευξης κύησης.
Από τα παραπάνω, γίνεται λοιπόν κατανοητό, πως είναι αρκετά δύσκολο να συγκρίνει κανείς τα στατιστικά αποτελέσματα των Μονάδων Εξωσωματικής. Οι διάφορες Μονάδες μπορεί να έχουν διαφορετικά κριτήρια στην επιλογή των γυναικών που διαχειρίζονται, στις θεραπευτικές παρεμβάσεις που επιλέγουν, αλλά και στις πρακτικές που χρησιμοποιούν για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων τους, οι οποίες μπορεί να αυξήσουν ή να μειώσουν τα ποσοστά εγκυμοσύνης σε σχέση με μια άλλη Μονάδα.
Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες στην οποία η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (www.eaiya.gov.gr) -όπως ακριβώς η HFEA στο Ηνωμένο Βασίλειο και η SART στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής- είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της απόδοσης των Ελληνικών Μονάδων Εξωσωματικής, καθώς και του συστήματος αναφοράς τους. Τα στατιστικά στοιχεία των Μονάδων αυτών δημοσιεύονται στο σύνολό τους ετησίως στην Ευρωπαϊκή Εταιρία Ανθρώπινης Αναπαραγωγής (ESHRE).
Θεωρώ πως είναι χρέος μας, ως ειδικοί γονιμότητας, να εξηγούμε λεπτομερώς στα ζευγάρια που πρόκειται να υποβληθούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση, τις πιθανότητες που έχουν για θετικό αποτέλεσμα μετά από μια συγκεκριμένη θεραπευτική προσέγγιση. Διανύουμε την εποχή των εξατομικευμένων θεραπειών, πράγμα που σημαίνει πως η αξιολόγηση των πιθανοτήτων επιτυχίας για κάθε γυναίκα είναι εξίσου εξατομικευμένη.
Αθανάσιος Παντελής (δείτε εδώ αναλυτικά το προφίλ του Ιατρού)
Μαιευτήρας – Χειρουργός – Γυναικολόγος
Ειδικός Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής