Πόσο ασφαλή είναι τα φάρμακα της εξωσωματικής γονιμοποίησης;
Η πρόληψη και η θεραπεία της υπογονιμότητας αποτελεί μία μοναδική και ιδιαίτερα σημαντική προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία, με ουσιαστική συμβολή στην αντιμετώπιση και του προβλήματος της υπογεννητικότητας, ιδίως στις αναπτυγμένες χώρες και μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα.
Μία σημαντική πραγματικότητα που τείνει να διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια είναι η αναβολή της πρώτης εγκυμοσύνης σε μεγαλύτερες ηλικίες των γυναικών, τόσο για λόγους καριέρας, όσο και λόγω των οικονομικών κρίσεων που μαστίζουν αρκετές χώρες. Η μετατόπιση της επιθυμίας για τεκνοποίηση σε μεγαλύτερες ηλικίες των γυναικών συνοδεύεται αναπόφευκτα και από μείωση της πιθανότητας αυτόματης σύλληψης, λόγω της φυσιολογικής -ανάλογα με την ηλικία- μείωσης της γυναικείας γονιμότητας, που αρχίζει να γίνεται περισσότερο έκδηλη μετά τα 36 έτη. Παράλληλα, υπάρχουν ποικίλες παθολογικές καταστάσεις που προκαλούν υπογονιμότητα στη γυναίκα και στον άνδρα, πολλές από τις οποίες μπορούν να προληφθούν και να θεραπευθούν.
Εκτιμάται ότι στη χώρα μας υπάρχουν περίπου 300.000 υπογόνιμα ζευγάρια και τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αύξηση του αριθμού αυτών που αναζητούν ιατρική βοήθεια, κυρίως λόγω της βελτίωσης του μορφωτικού επιπέδου τους, της καλύτερης και ευρύτερης πληροφόρησης της κοινής γνώμης, καθώς επίσης και της πεποίθησης για την ύπαρξη αποτελεσματικής θεραπείας με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Με την αλματώδη εξέλιξη της Αναπαραγωγικής Ιατρικής, σήμερα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η επίτευξη κύησης και η απόκτηση τέκνων είναι εξασφαλισμένες για όλα τα ζευγάρια, αρκεί να απευθύνονται στους κατάλληλους Αναπαραγωγικούς Ιατρούς που διαθέτουν την απαραίτητη γνώση και εξειδίκευση.
Στη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης χρησιμοποιούνται ορμόνες, κυρίως οι γοναδοτροπίνες, που προκαλούν τη διέγερση των ωοθηκών και την ανάπτυξη πολλαπλών ωοθυλακίων και τελικά τη λήψη αρκετών ωαρίων κατά την ωοληψία. Ο τελικός στόχος είναι να προκύψουν τα καλύτερα ποιοτικά έμβρυα που θα εμφυτευθούν στη μήτρα και θα οδηγήσουν σε επιτυχή κύηση.
Οι γοναδοτροπίνες (FSH και LH) είναι ταυτόσημες με τις ορμόνες που εκκρίνει ένας αδένας, η υπόφυση της γυναίκας. Επίσης, χρησιμοποιείται και η προγεστερόνη που και αυτή φυσιολογικά εκκρίνεται από την ωοθήκη της γυναίκας. Πέρα από τα παραπάνω, χρησιμοποιούνται και άλλα φάρμακα, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε γυναίκας.
Από τα πρώτα έτη της εφαρμογής της μεθόδου της εξωσωματικής γονιμοποίησης υπήρξε ο προβληματισμός σχετικά με την ασφάλεια των φαρμάκων αυτών και κυρίως με τον θεωρητικό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου. Ο κίνδυνος αυτός είναι θεωρητικός και οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι κατά τη χορήγηση των γοναδοτροπινών αυξάνουν αρκετά στο αίμα της γυναίκας τα οιστρογόνα, έστω και για σχετικά μικρό διάστημα, όσο δηλαδή διαρκεί η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Αυτός ο θεωρητικός κίνδυνος εύκολα μπορεί να καταρριφθεί, κάνοντας την παρατήρηση ότι κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής κύησης, για διάστημα 9 μηνών, τα επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης στο αίμα της γυναίκας είναι σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά τις τελευταίες εβδομάδες της κύησης, η ποσότητα των οιστρογόνων που παράγεται κάθε ημέρα από τον πλακούντα είναι ίση με αυτή που παράγεται σε μία ημέρα από τις ωοθήκες 1000 γυναικών!
Ωστόσο, όπως ορθά το απαιτεί η επιστημονική έρευνα, εδώ και αρκετά χρόνια, ξεκίνησαν μελέτες για τη διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης μεταξύ των φαρμάκων γονιμότητας με αρκετούς τύπους καρκίνου, όπως του ενδομητρίου (δηλαδή της μήτρας), των ωοθηκών, του μαστού αλλά και άλλων οργάνων.
Μία σημαντική αλήθεια που έχει καταδείξει η επιστημονική έρευνα είναι ότι ένας πολύ σημαντικός ενοχοποιητικός παράγοντας για την εμφάνιση γυναικολογικών καρκίνων είναι η ίδια η υπογονιμότητα. Δηλαδή, οι υπογόνιμες γυναίκες χωρίς να έχουν λάβει καμία ορμονική θεραπεία με εξωσωματική γονιμοποίηση, έχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν γυναικολογικό καρκίνο σε σύγκριση με τις γυναίκες που έχουν γεννήσει.
Πράγματι, συγκεκριμένα είδη γυναικολογικών καρκίνων σχετίζονται με τον σαλπιγγικό παράγοντα υπογονιμότητας, την ανεξήγητη υπογονιμότητα, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, την ενδομητρίωση, την πρωτοπαθή ωοθηκική ανεπάρκεια (σχετιζόμενη με μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA) κ.α.
Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν απλά και συνοπτικά οι σύγχρονες απόψεις που προέκυψαν από μεγάλες μελέτες σε διάφορους πληθυσμούς, που με κατάλληλη επιδημιολογική μεθοδολογία διερεύνησαν τη συσχέτιση μεταξύ των φαρμάκων γονιμότητας με διάφορους τύπους καρκίνου.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τον καρκίνο του ενδομητρίου, πρόσφατες και τεκμηριωμένες μελέτες έδειξαν ότι η χρήση γοναδοτροπινών για εξωσωματική γονιμοποίηση από υπογόνιμες γυναίκες δε σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του ενδομητρίου σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, αλλά και σε σχέση με υπογόνιμες γυναίκες που δεν έλαβαν φαρμακευτική αγωγή.
Αναφορικά με τον καρκίνο των ωοθηκών, μία μεγάλη πρόσφατη μελέτη που περιέλαβε περίπου 4,5 εκατομμύρια γυναίκες, έδειξε ότι τα φάρμακα γονιμότητας για εξωσωματική γονιμοποίηση δεν αυξάνουν τον κίνδυνο διηθητικού καρκίνου των ωοθηκών σε υπογόνιμες γυναίκες που υποβλήθηκαν σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, αλλά και σε σχέση με υπογόνιμες γυναίκες που δεν έλαβαν αγωγή. Παρομοίως, η θεραπεία με εξωσωματική γονιμοποίηση δεν αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου ακόμα και σε υπογόνιμες γυναίκες με μετάλλαξη του γονιδίου BRCA (που έχουν προδιάθεση για καρκίνο των ωοθηκών).
Για την εμφάνιση καρκίνου του μαστού, ενώ η ατεκνία και η υπογονιμότητα -μεταξύ άλλων παραγόντων- αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες, οι σύγχρονες μελέτες έχουν δείξει ότι τα φάρμακα γονιμότητας και η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν αυξάνουν τον κίνδυνο.
Για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ο οποίος οφείλεται κυρίως στη λοίμωξη από τον ιό HPV, οι μελέτες έχουν δείξει ότι τα φάρμακα γονιμότητας όχι μόνο δεν αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης αυτού του καρκίνου, αλλά μάλλον μειώνεται ο κίνδυνος όσο αυξάνει ο αριθμός των προσπαθειών εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Τέλος, για άλλους καρκίνους που δεν αφορούν τα γυναικολογικά όργανα, όπως είναι το κακόηθες μελάνωμα, ο καρκίνος του παχέος εντέρου, ο καρκίνος του θυρεοειδούς και το λέμφωμα, οι σύγχρονες μελέτες έχουν δείξει ότι τα φάρμακα της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι ασφαλή.
Τα παραπάνω συμπεράσματα αποτελούν και τις σύγχρονες συστάσεις πολλών επιστημονικών εταιρειών στον κόσμο, μεταξύ των οποίων και η Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), που συμπεραίνουν ότι τα φάρμακα για εξωσωματική γονιμοποίηση και η όλη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν προκαλεί οποιαδήποτε μορφή καρκίνου. Αντιθέτως, το να παραμένει μία γυναίκα άτεκνη είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για συγκεκριμένες μορφές καρκίνου. Επομένως, με την εξειδικευμένη γνώση που διαθέτουμε ως Αναπαραγωγικοί Ιατροί και καθοδηγώντας και υποστηρίζοντας τα υπογόνιμα ζευγάρια, θα πρέπει με την ισχυρή και ασφαλή τεχνολογία της εξωσωματικής γονιμοποίησης να στοχεύουμε και να επιτυγχάνουμε με επιμονή και υπομονή την επίτευξη κύησης, ικανοποιώντας την απαίτηση μιας εξαιρετικά σημαντικής διάστασης της ζωής ενός ζευγαριού που είναι η γονεϊκότητα.
Κωνσταντίνος Νταφόπουλος
Καθηγητής Μαιευτικής – Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λάρισας
Μετεκπαιδευθείς στην Ιατρική της Αναπαραγωγής και την Ενδοσκοπική Χειρουργική
Επιστημονικός Υπεύθυνος της Μονάδας Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και της Τράπεζας Κρυοσυντήρησης του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας