Μαίρη Νικολακοπούλου – Δικηγόρος
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ – ΕΦΑΡΜΟΓΗ – ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Η παρένθετη μητρότητα, αν και μας είναι ήδη γνωστή από τα οικεία αποσπάσματα της «Γένεσης» εν τούτοις κατά τη νεότερη εφαρμογή της αποτέλεσε ζήτημα εριζόμενο, υπό την έννοια, ότι αμφισβητήθηκε ποικιλοτρόπως.
Η βιολογική μητρότητα διασπάστηκε μεταξύ των δύο, της γυναίκας στην οποία ανήκει το γενετικό υλικό και επιθυμεί τη γέννηση του τέκνου (η οποία και ονομάζεται γενετική ή κοινωνική μητέρα) κι εκείνης που τελικά το κυοφορεί και το γεννά (η οποία ονομάζεται κυοφόρος). Η εξέλιξη αυτή της βιοτεχνολογίας επιτράπηκε στο δίκαιό μας με τον Ν. 3089/2002 άρθρο 1458 Α.Κ και με τον Ν. 3305/2005 στο άρθρο 13. Η προϋπόθεση για την υποβολή μίας ασθενούς στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας είναι η αδυναμία κυοφορίας για ιατρικούς και μόνο λόγους.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ:
Το ωάριο να μην ανήκει στην υποψήφια κυοφόρο (παρένθετη). Απαγορεύεται ρητά η πλήρης υποκατάσταση στη μητρότητα. Μπορεί, όμως το ωάριο να ανήκει σε τρίτη άγνωστη δότρια. Το γεννητικό υλικό της κοινωνικής μητέρας, δύναται να γονιμοποιηθεί με σπέρμα του συζύγου της ή του συντρόφου της ή τρίτου δότη. Μπορεί δε, να προέρχεται και από γενετικό υλικών τρίτων δοτών (δανεικό έμβρυο).Η άγαμη γυναίκα μπορεί εκτός φυσικά από το σπέρμα δότη, να χρησιμοποιήσει δανεικό έμβρυο. Το δίκαιό μας δεν θεμελιώνει το δικαίωμα ίδρυσης μονογονεϊκής οικογένειας γύρω από τον μοναχικό άνδρα.
Να υπάρχει έγγραφη συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο με αυτή τη διαδικασία τα οποία μπορεί να είναι: το ζεύγος συζύγων, το ζεύγος συντρόφων και η άγαμη γυναίκα, που συμβάλλονται με την κυοφόρο, καθώς και με τον μόνιμο σύντροφο ή σύζυγό της, αν υπάρχει.
Απαγορεύεται η ύπαρξη οικονομικού ανταλλάγματος.
Πρέπει να υποβληθούν τα συμβαλλόμενα μέρη (υποψήφιοι γονείς και παρένθετη μητέρα) σε εργαστηριακές εξετάσεις.
Απαιτείται ιατρική βεβαίωση τόσο για το πρόβλημα υγείας της αιτούσας, όσο και για τη δυνατότητα κυοφορίας της παρένθετης.
Η παρένθετη μητέρα θα πρέπει να έχει υποβληθεί και σε «ψυχολογική αξιολόγηση».
Έκδοση δικαστικής άδειας, κατόπιν αιτήσεως της γυναίκας που επιθυμεί την απόκτηση τέκνου. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο του τόπου της κατοικίας ή προσωρινής διαμονής είτε της αιτούσας είτε της παρένθετης.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Για την εφαρμογή της διαδικασίας της παρένθετης μητρότητας, θα πρέπει να έχει χορηγηθεί σχετική δικαστική άδεια στη γυναίκα που επιθυμεί το τέκνο. Πριν την υποβολή της αιτήσεως τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να συνυπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό.
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ
Στοιχεία του πραγματικού: α) συμφωνία των δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλομένων και β) βιολογικά στοιχεία των γυναικών.
Η παρένθετη μητρότητα, ως σύμβαση καταρτίζεται με σύμπτωση αντίθετων δηλώσεων βουλήσεως μεταξύ των συμβαλλομένων. Της κοινωνικής μητέρας που αιτείται την άδεια από το δικαστήριο (αιτούσας) και της κυοφόρου. Στη σύμβαση αυτή μετέχει ο σύζυγος ή σύντροφος της αιτούσας, διότι το αποτέλεσμα και η ίδρυση της οικογένειας τον αφορά και αν υπάρχει σύζυγος ή μόνιμος σύντροφος από την πλευρά της κυοφόρου συμβάλλεται κι εκείνος για λόγους οικογενειακής γαλήνης, αν και η γέννηση του τέκνου δε δημιουργεί συγγενικό δεσμό. Το κομβικό σημείο στη σύμβαση αυτή, είναι η αναφορά στην ανυπαρξία οικονομικού ανταλλάγματος. Δεν συνιστά, όμως, οικονομικό αντάλλαγμα η αποζημίωση που καταβάλλεται για αποχή από την εργασία της, αναγκαία για την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία. Ακόμη κι αν η υποψήφια κυοφόρος είναι άνεργη το ποσό της αποζημίωσης καλύπτει την αμοιβή που με βάση την επαγγελματική της κατάρτιση θα εισέπραττε, εάν εργαζόταν.- Η αποζημίωση αυτή καθορίστηκε με τη με αριθμό 36/2008 οικ. απόφαση της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, στο ποσό των 10.000,00 €. Η αποζημίωση οφείλεται μόνον αν έχει χορηγηθεί σχετική δικαστική άδεια.
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ – ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
Πριν την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού, ο γιατρός ή το επιστημονικό προσωπικό της Μονάδας Ι.Υ.Α. υποχρεούται να ενημερώσει τα εμπλεκόμενα μέρη αναλυτικά και εμπεριστατωμένα για τη διαδικασία, τους κινδύνους, τις κοινωνικές, ηθικές, νομικές και οικονομικές προεκτάσεις. Στην περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη είναι αλλοδαπά θα πρέπει η ενημέρωση, η συγκατάθεση και το ιδιωτικό συμφωνητικό εκτός από το ελληνικό κείμενο να είναι μεταφρασμένο στη γλώσσα που κατανοούν. Επίσης, ο θεράπων ιατρός και η Μονάδα θα πρέπει δια του νομικού συμβούλου τους να τους ενημερώνουν με σαφήνεια για το διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να μην έρθουν αντιμέτωποι με σοβαρά νομικά ζητήματα επιστρέφοντας στη χώρα τους.
Αναφορικώς με τις συγκαταθέσεις ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 1456 Α.Κ. Δηλαδή, για τους έγγαμους οι συναινέσεις που υπάρχουν στις Μ.Ι.Υ.Α, για τα συμβιούντα ζεύγη η συμβολαιογραφική πράξη, η οποία συμπεριλαμβάνεται στον φάκελο που υποβάλεται στο δικαστήριο κι έτσι το παιδί από τη γέννησή του είναι εκούσια αναγνωρισμένο από τον μόνιμο σύντροφο. Ομοίως και για την άγαμη γυναίκα.
Δεν απασχολεί, επίσης το δικαστήριο η αναφορά στο δικόγραφο της αιτήσεως σε ποιον ανήκει το γενετικό υλικό, αν δηλαδή προέρχεται από δωρεά ή όχι, αρκεί η ρητή αναφορά πως δεν ανήκει στην κυοφόρο.
Η τροποποίηση που επήλθε με τον Ν. 4272/14 είχε σαν γνώμονα την προώθηση και εξέλιξη του ιατρικού αναπαραγωγικού τουρισμού, δεδομένου, ότι ο αρχικός νόμος υποχρέωνε τόσο την αιτούσα, όσο και την κυοφόρο να διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα, ακριβώς για να αποφευχθεί η μετακίνηση ασθενών. Η τροποποίηση αυτή είναι δηλωτική της θέσης του νομοθέτη να ανταποκριθεί στην ανάγκη της μετακίνησης ασθενών από άλλα κράτη, όπου η παρένθετη μητρότητα δεν εφαρμόζεται. Όχι φυσικά μόνον, διότι το δίκαιό μας το επιτρέπει, αλλά γιατί η χώρα μας παρέχει ιατρικές υπηρεσίες πολύ ψηλού επιπέδου. Τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα.
Το όριο ηλικίας της αιτούσας, που επιδιώκει την απόκτηση τέκνου με δανεική μήτρα, είναι (όπως και σε όλη την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή), το 50ο έτος. Αυτό συνεπάγεται, πως με την έκδοση της δικαστικής απόφασης που χορηγεί τη σχετική άδεια, η εμβρυομεταφορά στην παρένθετη μητέρα θα πραγματοποιηθεί μέχρι να συμπληρώσει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας της η αιτούσα.
Παρότι δεν μνημονεύονται στο Νόμο (άρθρο 1458 ΑΚ) άλλες προϋποθέσεις αναφορικώς με τα όρια ηλικίας, εντούτοις με τον Κώδικα Δεοντολογίας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής ετέθη, για την παρένθετη μητέρα ως κατώτατο όριο τα 25 έτη και ως ανώτατο τα 45 έτη αυτής. Επίσης, απαιτείται η υποψήφια κυοφόρος να έχει ήδη ένα τέκνο και να μην έχει υποβληθεί πάνω από δύο φορές σε καισαρική τομή.
Έχει παρατηρηθεί και αποτελεί ζήτημα για τον γιατρό η δικαστική απόφαση, όχι μόνο να μη λαμβάνει υπόψη της την ηλικία της υποψήφιας κυοφόρου, αλλά συχνά ούτε και της ίδιας της αιτούσας, η οποία έχει υπερβεί τον τιθέμενο εκ του νόμου χρονικό περιορισμό των 50 χρόνων.- Συχνά θεωρείται, πως αν κρυοσυντηρηθεί γενετικό υλικό των ενδιαφερομένων, πριν τη συμπλήρωση των 50 ετών, τότε μπορεί με την έκδοση της δικαστικής άδειας να προχωρήσει ο γιατρός σε εμβρυομεταφορά κι ας έχει παρέλθει το χρονικό όριο που θέτει ο νόμος. Στην πραγματικότητα ο γιατρός μπορεί να προχωρήσει σε προπαρασκευαστικές ιατρικές πράξεις, με τη συναίνεση φυσικά των ενδιαφερομένων, ωοληψία, γονιμοποίηση, κρυοσυντήρηση, αλλά εν προκειμένω για την εμβρυομεταφορά απαιτείται υποχρεωτικά να έχει εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Η συμφωνία των μερών επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της, όταν δοθεί η δικαστική άδεια για τη μεταφορά στη μήτρα της κυοφόρου των γονιμοποιημένων ωαρίων.
Ο όρος του ενεργού για την παρένθετη μητρότητα, είναι η άδεια του δικαστηρίου, η οποία θα επιτρέψει τη νόμιμη χρήση παρένθετης. Συνέπεια της νόμιμης διαδικασίας είναι η δημιουργία συγγένειας του τέκνου με τη γυναίκα που ζήτησε και έλαβε την άδεια από το δικαστήριο. Η συγγένεια που προβλέπεται στη διάταξη 1464 ΑΚ με τεκμήριο που αφορά μόνον τη γυναίκα που τήρησε τη διαδικασία του άρθρου 1458 ΑΚ και με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου.
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ, ΟΜΩΣ, ΟΤΑΝ Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΕΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ, ΔΕΝ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΜΕ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ ΕΙΤΕ ΤΗΣ ΠΑΡΕΝΘΕΤΗΣ ΕΙΤΕ ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ;
Ως προς την παρένθετη θα πρέπει να λάβει υπόψη του, πως ο Κώδικας Δεοντολογίας Ιατρικώς Υ. Α. επισύρει διοικητικές και ποινικές κυρώσεις. Ομοίως και η παραβίαση των ορίων ηλικίας του υποβοηθούμενου ατόμου τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις που αφορούν στη Μονάδα Ι.Υ.Α. και με ποινικές κυρώσεις, που αφορούν στο γιατρό. Έχει όμως ο γιατρός τη δυνατότητα να αρνηθεί να εφαρμόσει τη δικαστική απόφαση ακόμη κι αν είναι αμετάκλητη; Εδώ οι απόψεις διίστανται κι αν για πολλούς λόγους εξυπηρετεί η υπακοή στη δικαστική απόφαση, εν τούτοις υπάρχει και ο αντίλογος. Η ύπαρξη της δικαστικής άδειας, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω ρυθμίζει τη συγγένεια της γυναίκας που την αιτήθηκε και του παιδιού που θα γεννηθεί. Η μη συνδρομή όμως, όλων των ουσιαστικών όρων του επιτρεπτού της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής συνεχίζουν να επισύρουν διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τον γιατρό και τη Μ.Ι.Υ.Α. και δεν καλύπτονται με τη δικαστική απόφαση. Αστική ευθύνη του γιατρού δεν αποκλείεται. Παρά, δηλαδή, την ύπαρξη της δικαστικής άδειας, ο γιατρός οφείλει να ελέγξει και όλες τις υπόλοιπες προϋποθέσεις. Ας αναλογιστούμε τη θέση του γιατρού, που αν και έχει στα χέρια του δικαστική απόφαση εν τούτοις διατηρεί επιφυλάξεις για την υγεία της παρένθετης ή για την ανυπαρξία προβλήματος που καθιστά αδύνατη δήθεν την κυοφορία από την ίδια την αιτούσα.
Ο γιατρός σε κάθε περίπτωση μπορεί να επικαλεστεί τους κανόνες και τις αρχές της ηθικής συνείδησής του και να αρνηθεί να εφαρμόσει ή να συμπράξει στη διαδικασία ιατρικώς υ.α ( άρθρο 30 παρ. 5 Κ.Ι.Δ).
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ – ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Οι εξελίξεις στον τομέα της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, οι άριστες υπηρεσίες των ιατρών μας και οργανωμένες Μ.Ι.Υ.Α., η αδειοδότηση των οποίων τις καθιστά ακόμη πιο ισχυρές πανευρωπαϊκά και όχι μόνον, καθώς και το νομοθετικό πλαίσιο, αποτελεί πόλο έλξης ασθενών από όλο τον κόσμο.
Για τον λόγο αυτό θα πρέπει οι γιατροί, οι νομικοί και γενικότερα το επιστημονικό προσωπικό των Μονάδων να ενημερώνει πληρέστατα όχι μόνο τους ημεδαπούς ασθενείς αλλά κυρίως τους αλλοδαπούς που έρχονται στη χώρα μας με τεράστιες προσδοκίες.
Θα πρέπει να εστιάσουμε στην εμπεριστατωμένη και κατανοητή ενημέρωση των μερών και πολύ περισσότερο στην παρένθετη μητέρα, που αναλαμβάνει ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα.
Η παρένθετη πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό τόσο από τον γιατρό όσο και από τα συμβαλλόμενα μέρη, χωρίς να απασχολεί κανέναν ο λόγος για τον οποίο ωθείται σε αυτή την πράξη. Κι αν δαιμονοποιείται κάποιες φορές, ας αναλογιστούμε τη μέγιστη προσφορά της.
Ολοκληρώνοντας, θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε, αφενός μεν στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου για την απόκτηση τέκνων ως έκφραση της ολοκλήρωσης της προσωπικότητάς του αφετέρου δε στο δικαίωμά του να διαχειρίζεται, ως αυτόνομο ον, το σώμα του, επιλέγοντας να γίνει αιμοδότης, δότης γενετικού υλικού, οργάνων ή παρένθετη μητέρα.
Ποιος αποφασίζει για αυτό; Αν αποφασίζουν οι άλλοι τότε η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αυτοκτησίας (self ownership), είναι θέμα ετεροκαθορισμού.
Το σημαντικότερο όμως συστατικό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, πρέπει να είναι η ελευθερία επιλογής και η γνήσια αυτονομία, που οδηγεί τον άνθρωπο να δρα αυτοβούλως. Το άτομο είναι ο φυσικός ιδιοκτήτης του σώματός του. Οποιαδήποτε κατανομή δικαιωμάτων στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συμβολαίου θα πρέπει να ξεκινήσει με αυτή την παραδοχή.
Αποτελεί βασική προϋπόθεση της ανθρώπινης ελευθερίας.
Μαίρη Νικολακοπούλου
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος της Ελληνικής Εταιρείας Γονιμότητας και
Στειρότητας και της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρών Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΕΛ.Ε.Ι.Υ.Α)