fbpx
Επιλογή Σελίδας

 

Σοφία Ντελίκου, Αιματολόγος

 

Πώς επηρεάζει τα πάσχοντα ζευγάρια που θέλουν να γίνουν γονείς και ποια είναι η νέα θεραπεία που έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα;  

Γνωρίζετε ότι σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιούνται 25 εκατομμύρια μεταγγίσεις αίματος κάθε χρόνο, κάποιες εκ των οποίων είναι αναγκαίες για τους ασθενείς με αναιμία λόγω αιματολογικών παθήσεων, όπως είναι η β-θαλασσαιμία;  

Στην Ελλάδα χιλιάδες άνθρωποι πάσχουν από θαλασσαιμία και, παρόλο που νομίζουμε ότι ξέρουμε πολλά για αυτήν, ίσως μας διαφεύγει μια συναρπαστική εξέλιξη. Μια νέα θεραπεία που φαίνεται να μπορεί να αλλάξει την ποιότητα των ασθενών και ιδιαίτερα εκείνων που προγραμματίζουν να γίνουν γονείς!   

Περισσότερα για αυτή τη νέα θεραπεία μας είπε η Σοφία Ντελίκου, Αιματολόγος, Διευθύντρια Μονάδας Μεσογειακής Αναιμίας και Δρεπανοκυτταρικής Νόσου στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας. 

 

 Κυρία Ντελίκου, μας περιγράφετε με απλά λόγια τι συμβαίνει στο οργανισμό όσων έχουν θαλασσαιμία; 

Η θαλασσαιμία είναι μια κληρονομική (δηλαδή μεταδίδεται από τους γονείς στα παιδιά μέσω γονιδίων) διαταραχή του αίματος που προκαλείται από την αδυναμία παραγωγής  μίας πρωτεΐνης που ονομάζεται αιμοσφαιρίνη και που αποτελεί το βασικό συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια μέσω της αιμοσφαιρίνης μεταφέρουν οξυγόνο σε όλα τα κύτταρα του σώματος. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στοιχείο για την λειτουργία των κυττάρων του οργανισμού. Όταν δεν υπάρχει αρκετή αιμοσφαιρίνη, τα ερυθρά αιμοσφαίρια του σώματος αφενός δεν λειτουργούν σωστά, αφετέρου ο χρόνος επιβίωσής τους -ειδικά στη θαλασσαιμία- είναι περίπου 20 ημέρες, από τις 120 που είναι το φυσιολογικό.  

Όταν δεν υπάρχουν αρκετά υγιή ερυθρά αιμοσφαίρια (κατάσταση που ονομάζεται αναιμία), δεν παρέχεται επαρκής ποσότητα οξυγόνου σε όλα τα άλλα κύτταρα του σώματος, που εκδηλώνεται με κόπωση, αδυναμία ή δύσπνοια. Οι πάσχοντες  με θαλασσαιμία μπορεί να εμφανίζουν ήπια ή σοβαρή αναιμία. Η σοβαρή αναιμία μπορεί να βλάψει βασικά όργανα, όπως η καρδιά, και να οδηγήσει σε θάνατο. 

 

Και πώς ακριβώς κληρονομείται η θαλασσαιμία; 

Γενικά η θαλασσαιμία κληρονομείται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο. Ωστόσο, η κληρονομικότητα μπορεί να είναι αρκετά περίπλοκη, καθώς πολλά γονίδια μπορούν να επηρεάσουν την παραγωγή αιμοσφαιρίνης. 

Οι περισσότεροι ασθενείς που πάσχουν από β-θαλασσαιμία έχουν μεταλλάξεις και στα δύο αντίγραφα του γονιδίου HBB σε κάθε κύτταρο. Οι γονείς ενός προσβεβλημένου ατόμου συνήθως φέρουν ένα μεταλλαγμένο αντίγραφο του γονιδίου και αναφέρονται ως φορείς θαλασσαιμίας. Οι φορείς συνήθως δεν παρουσιάζουν σημεία ή συμπτώματα της πάθησης, αν και ορισμένοι φορείς β-θαλασσαιμίας αναπτύσσουν ήπια αναιμία. Όταν δύο φορείς μιας αυτοσωμικής υπολειπόμενης πάθησης έχουν παιδιά, κάθε παιδί έχει 25% (1 στα 4) πιθανότητα να εμφανίσει την πάθηση, 50% (1 στους 2) πιθανότητα να είναι φορέας (όπως καθένας από τους γονείς) και 25% πιθανότητα ούτε να έχει την πάθηση ούτε να είναι φορέας.  

 

Γιατί η θαλασσαιμία λεγόταν παλιά μεσογειακή αναιμία; 

Η θαλασσαιμία αποτελεί ένα από τα παλαιότερα νοσήματα της ανθρωπότητας και εμφανίστηκε τουλάχιστον 10.000 έτη πριν, πιθανότατα ως αμυντική αντίδραση της ανθρώπινης εξέλιξης στην ελονοσία. Οι πάσχοντες από θαλασσαιμία δεν επωάζουν την ελονοσία, επειδή τα ερυθρά αιμοσφαίριά τους αιμολύονται (διασπώνται) πολύ γρήγορα και το δονάκιο της ελονοσίας δεν μπορεί να αναπτυχθεί μέχρι το τέλος και να προκαλέσει σοβαρή νόσο.  

Οι Έλληνες το ονόμασαν «ασθένεια από τη θάλασσα» επειδή εικάζεται πως ήρθε μέσω θαλάσσης από την Αίγυπτο και την Ανατολία, παρόλο που τελικά ενδημούσε σε περιοχές με έλη. Αργότερα, και λόγω την ενδημικότητας κυρίως στις χώρες τις Μεσογείου, όπως είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Κύπρος, χαρακτηρίστηκε ως Μεσογειακή Αναιμία. Σήμερα ο δόκιμος όρος είναι θαλασσαιμία. 

 

 

Στην Ελλάδα ποια είναι η συχνότητα της θαλασσαιμίας; Και σε ποιες περιοχές;  

Στην Ελλάδα 8% (1 στους 12) του γενικού πληθυσμού είναι φορέας β-θαλασσαιµίας, ενώ σε ορισμένες περιοχές, όπως η Εύβοια, η Καλαμάτα, η Κέρκυρα, η Σάμος, η Καρδίτσα κλπ. η συχνότητα των φορέων φτάνει το 15%-20% του πληθυσμού (1 στους 5). Σήμερα, με τις μετακινήσεις των πληθυσμών, δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν περιοχές με αυξημένη συχνότητα και δυνητικά σε όλους τους  νομούς υπάρχουν φορείς του νοσήματος. 

 

Παλιά δυο άνθρωποι με το στίγμα δεν μπορούσαν να παντρευτούν επειδή μπορεί να έφερναν στον κόσμο άρρωστα παιδιά;  

Ατυχώς και άστοχα στο παρελθόν οι φορείς β-θαλασσαιμίας χαρακτηρίζονταν με την έκφραση «έχει το στίγμα» και είχε επικρατήσει η άποψη ότι οι φορείς θαλασσαιμίας δεν έπρεπε να παντρευτούν και να προβούν σε δημιουργία οικογένειας, διότι θα έφερναν στον κόσμο άρρωστα παιδιά. Αυτό έγινε διότι πολλά ζευγάρια που ήταν φορείς μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 αποκτούσαν περισσότερα του ενός παιδιά που νοσούσαν.  

Σήμερα γνωρίζουμε πως κανένας φορέας δεν έχει κάτι που να τον «στιγματίζει» κοινωνικά, και με τον συστηματικό προγεννητικό έλεγχο με μοριακές μεθόδους εντοπίζονται έγκαιρα οι φορείς και μπορούν με τη σωστή γενετική συμβουλή να αποκτήσουν παιδιά χωρίς τη νόσο.  

 

Σήμερα οι φορείς έχουν περισσότερες επιλογές επειδή μπορούν να αποκτήσουν παιδί με τη βοήθεια της εξωσωματικής. Πώς γίνεται αυτό ακριβώς;  

Σήμερα ένα ζευγάρι που γνωρίζει ότι και οι 2 υποψήφιοι γονείς είναι φορείς β-θαλασσαιμίας μπορεί να αποκτήσει ένα υγιές παιδί μέσω της προεμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης.  

Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση περιλαμβάνει τη διενέργεια γενετικών εξετάσεων σε έμβρυα που παράγονται μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης. Κατά τη διαδικασία αυτή  επιλέγονται έμβρυα χωρίς γονίδια θαλασσαιμίας και γίνεται προετοιμασία για μεταφορά τους στη μήτρα της μέλλουσας μητέρας. Παράλληλα, συστήνεται προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχο (PGS) για να βεβαιωθούμε ότι τα έμβρυα έχουν τον σωστό αριθμό χρωμοσωμάτων (και τα 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων), καθώς και έλεγχος για άλλα γενετικά νοσήματα. Αυτές οι δύο δοκιμές πραγματοποιούνται ταυτόχρονα σε κάθε έμβρυο χρησιμοποιώντας μόνο μία βιοψία. Εν συνεχεία, τα υγιή έμβρυα καταψύχονται και την κατάλληλη στιγμή γίνεται η εμβρυομεταφορά.  

 

Ένα ζευγάρι θαλασσαιμικών ή αν έχει ο ένας θαλασσαιμία μπορεί να αποκτήσει παιδί; Με τον ίδιο τρόπο;  

Σήμερα, οι ασθενείς με β-θαλασσαιμία μπορούν να αποκτήσουν παιδιά και να ολοκληρώσουν την οικογένειά τους. 

Εάν σε μία οικογένεια ο ένας υποψήφιος γονέας πάσχει από β-θαλασσαιμία και ο άλλος είναι υγιής, τα παιδιά που θα γεννηθούν θα είναι φορείς β-θαλασσαιμίας, έχοντας λάβει το παθολογικό γονίδιο από τον πάσχοντα γονέα. Στην περίπτωση, όμως, που και οι δύο υποψήφιοι γονείς πάσχουν από β-θαλασσαιμία, έχουν κάθε δικαίωμα στην απόκτηση παιδιών είτε με δωρεά ωαρίου, είτε με δωρεά σπέρματος από υγιείς δότες, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία προεμφυτευτικού ελέγχου και εξωσωματικής γονιμοποίησης που περιγράφηκε νωρίτερα.  

Επιπρόσθετα, σε οικογένειες που -για λόγους σοβαρών επιπλοκών από τη β-θαλασσαιμία (π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια)- η γυναίκα δεν δύναται να κυοφορήσει, συνιστάται η λύση της παρένθετης μητέρας. Τέλος, πάντα συζητείται και η λύση της υιοθεσίας για τα την οποία η χρονιότητα του νοσήματος δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. 

 

Εκτός από την ανάγκη για μετάγγιση αίματος που χρειάζεται ένα άτομο με θαλασσαιμία, τι άλλο μπορεί να είναι επιβαρυντικό;  

Οι ασθενείς με β-μεσογειακή αναιμία χρειάζονται συχνές μεταγγίσεις αίματος, ώστε να αναπληρώνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια- που όπως αναφέρθηκε- έχουν μικρότερο χρόνο επιβίωσης από τα φυσιολογικά. Οι συχνές μεταγγίσεις, όμως, χορηγούν και σίδηρο στον οργανισμό, ο οποίος μετά από έναν αριθμό μεταγγίσεων βρίσκεται σε περίσσεια. Εάν δεν αποβληθεί ο σίδηρος από τον οργανισμό, προκαλείται συσσώρευση στο μυοκάρδιο, το ήπαρ και τους ενδοκρινείς αδένες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ασθενείς παλιότερα έχαναν τη ζωή τους από την τοξικότητα του σιδήρου σε πολύ νεαρή ηλικία (περί τα 20 έτη).  

Από τη δεκαετία του 1970 που κυκλοφόρησε το πρώτο φάρμακο αποσιδήρωσης που χορηγούνταν με 12ωρη υποδόρια έγχυση, μέχρι τη δεκαετία του 2000 και σήμερα που κυκλοφορούν σκευάσματα από του στόματος για αποσιδήρωση, οι ασθενείς κατάφεραν μέσα σε 50 χρόνια να κερδίσουν κυριολεκτικά ένα προσδόκιμο επιβίωσης που σήμερα φτάνει και ξεπερνά τα 70 έτη. Αναμένεται στο άμεσο μέλλον η εφαρμογή νέων θεραπειών που θα επιτρέψουν την ακόμα καλύτερη αντιμετώπιση των ασθενών. 

 

Όμως υπάρχει ήδη μια νέα θεραπεία που φαίνεται να αλλάζει τα δεδομένα. Έτσι δεν είναι; 

Ναι. Το Luspatercept εγκρίθηκε από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) το 2019 και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων το 2020 για τη θεραπεία της αναιμίας σε ενήλικες ασθενείς με β-θαλασσαιμία που χρειάζονται τακτικές μεταγγίσεις ερυθρών αιμοσφαιρίων.  

Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτό το φάρμακο; Πώς λειτουργεί; 

Το Luspatercept είναι ο πρώτος και μοναδικός παράγοντας ωρίμανσης της ερυθροκυτταρικής σειράς και αντιπροσωπεύει μια νέα κατηγορία θεραπείας για τους ασθενείς με β-θαλασσαιμία που μεταγγίζονται σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Το Luspatercept έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την αναποτελεσματική ερυθροποίηση που σχετίζεται με τη β-θαλασσαιμία, αλλά και τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα. Πρόκειται για μια ανασυνδυασμένη πρωτεΐνη σύντηξης, που μέσω ενός πολύπλοκου μηχανισμού συντελεί στην ωρίμανση και διαφοροποίηση των προδρόμων μορφών των ερυθρών αιμοσφαιρίων (νορμοβλαστών) έως το τελικό στάδιο στον μυελό των οστών. 

Με απλά λόγια, χάρη στο νέο φάρμακο το ερυθρό αιμοσφαίριο μπορεί και προχωρά την ωρίμανσή του σε μεταγενέστερα στάδια από αυτά που έως τώρα μπορούσε μόνο του, μπορεί και παράγει μεγαλύτερη ποσότητα αιμοσφαιρίνης από αυτήν που μέχρι τώρα παρήγαγε και έτσι επιβιώνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. 

 

Και το αποτέλεσμα ποιο είναι; 

Μειώνει την ανάγκη των ασθενών για μεταγγίσεις ερυθρών αιμοσφαιρίων είτε αυξάνοντας το μεσοδιάστημά τους, είτε μειώνοντας την χορηγούμενη ποσότητα αίματος είτε πετυχαίνοντας και τα δύο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ασθενείς να λαμβάνουν μικρότερη ποσότητα αίματος, άρα και λιγότερο σίδηρο, ενώ οι επισκέψεις τους στο νοσοκομείο γίνονται πιο αραιές, με αποτέλεσμα να έχουν περισσότερο χρόνο για τις επαγγελματικές και προσωπικές τους υποχρεώσεις. 

 

Σε τι πoσοστό μειώνονται οι μεταγγίσεις; 

Οι μεταγγίσεις μειώνονται ποσοτικά είτε με λιγότερες μονάδες αίματος είτε χρονικά με αύξηση του μεσοδιαστήματος μεταγγίσεων σε ποσοστό 30-50%. Κάποιοι ασθενείς μπορεί ακόμη και να ανεξαρτητοποιηθούν από τις μεταγγίσεις.  

 

Έχει σοβαρές παρενέργειες το φάρμακο;  

Κανένα φάρμακο δεν είναι χωρίς παρενέργειες.  Σε μια σχετική μελέτη, οι πιο συχνές (>10%) ανεπιθύμητες ενέργειες οποιουδήποτε βαθμού ήταν κόπωση, μυοσκελετικός πόνος, ζάλη, διάρροια, ναυτία, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, υπέρταση, κεφαλαλγία, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, βρογχίτιδα και λοίμωξη του ουροποιητικού. Σε κάθε περίπτωση, όλες οι παρενέργειες ήταν αναστρέψιμες με την πάροδο του χρόνου, και διακοπή του φαρμάκου λόγω εμφάνισης ανεπιθύμητης ενέργειας παρατηρήθηκε μόνο στο 4,5% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με Luspatercept. 

 

Η θεραπεία μπορεί να δοθεί σε γυναίκες που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν; 

Όχι, διότι δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία σχετικά με την επίδραση του φαρμάκου κατά τη διάρκεια της κύησης, όπως και με τα περισσότερα φάρμακα. Όμως, μπορεί να δοθεί μετά την εγκυμοσύνη και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, διότι αφενός δίνει την ευκαιρία στη μητέρα να αφοσιωθεί στο μωρό της χωρίς να χρειάζεται συχνές μεταγγίσεις, αφετέρου κατά τη διάρκεια της κύησης διακόπτεται η θεραπεία αποσιδήρωσης, οπότε η μείωση του αριθμού των μεταγγίσεων και της χορηγούμενης ποσότητας αίματος βοηθά στην ταχύτερη ανάκαμψη της μητέρας.  

 

Χρησιμοποιείται το φάρμακο και στη χώρα μας; 

Στη χώρα μας το φάρμακο χορηγείται μόνο σε νοσοκομεία που διαθέτουν Μονάδες Μεσογειακής Αναιμίας, κατόπιν εγκρίσεως από την Επιτροπή Αξιολόγησης και Αποζημίωσης Φαρμάκων. Αναμφίβολα, η καινοτομία του συγκεκριμένου φαρμάκου, σε συνδυασμό με τα καλά αποτελέσματα μέχρι σήμερα και τις σημαντικές ελλείψεις αίματος στη χώρα μας, το κατατάσσει στις πρώτες θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς με β-θαλασσαιμία.   

 

Σοφία Ντελίκου, Αιματολόγος,
Διευθύντρια Μονάδας Μεσογειακής Αναιμίας και Δρεπανοκυτταρικής Νόσου στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας.

   Συνέντευξη Φλώρα Κασσαβέτη – Δημοσιογράφος Υγείας και Ευεξίας