Δεν χρειάζεστε πλέον χειρουργική επέμβαση για να τη διάγνωση της ενδομητρίωσης.
Τι πάει ν’ αλλάξει;
Μέχρι την ηλικία των 44 ετών, η ενδομητρίωση επηρεάζει περίπου μία στις εννέα γυναίκες σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη στην Αυστραλία. Προκαλείται από την παρουσία ιστού παρόμοιου με το εσωτερικό της μήτρας που βρίσκεται έξω από τη μήτρα. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονο πόνο περιόδου, πόνο κάτω από τον αφαλό όταν η γυναίκα δεν έχει περίοδο, κόπωση, πεπτικά προβλήματα (συχνά μπερδεύονται με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου), επώδυνη σεξουαλική επαφή και υπογονιμότητα.
Εκτιμάται ότι χρειάζονται κατά μέσο όρο, 6,5-8 χρόνια για να διαγνωστεί η ενδομητρίωση και η διάγνωση γίνεται με λαπαροσκοπική χειρουργική επέμβαση.
Ένα λεπτό τηλεσκόπιο (που ονομάζεται λαπαροσκόπιο) εισάγεται στον αφαλό προκειμένου να έχει πρόσβαση στα όργανα μέσα στην κοιλιά. Στην ιδανική περίπτωση, όταν ο χειρουργός βλέπει μη φυσιολογικό ιστό κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κάνει βιοψία, δηλαδή αφαιρεί ένα δείγμα ιστού και το στέλνει στο εργαστήριο. Στη συνέχεια, κατά τη βιοψία αναζητούνται κάτω από το μικροσκόπιο κύτταρα παρόμοια με το ενδομήτριο, προκειμένου να γίνει επιβεβαίωση της ενδομητρίωσης.
Η ενδομητρίωση μπορεί να αντιμετωπιστεί πλήρως κατά τη διάρκεια της ίδιας διαγνωστικής χειρουργικής διαδικασίας ή μπορεί να αντιμετωπιστεί μερικώς ή να μην αντιμετωπιστεί καθόλου. Αυτό εξαρτάται από την έκταση της ενδομητρίωσης και τη χειρουργική ικανότητα του χειρουργού, μεταξύ άλλων.
Συνολικά, η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση της ενδομητρίωσης είναι αποτελεσματική στην ανακούφιση των συμπτωμάτων του πόνου, στη βελτίωση της γονιμότητας και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής .
Ωστόσο, η χειρουργική επέμβαση είναι ένας δαπανηρός και όχι εντελώς ανώδυνος τρόπος για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση.
Επίσης η λαπαροσκοπική χειρουργική συνοδεύεται επίσης από τον κίνδυνο μόλυνσης, μεγάλης αιμορραγίας και τραυματισμού σε σημαντικές δομές, όπως τα έντερα ή η ουροδόχος κύστη, ενώ η ανάρρωση διαρκεί περίπου τέσσερις εβδομάδες.
Πώς αλλάζει η διαγνωστική διαδικασία;
Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η χειρουργική επέμβαση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως διαγνωστική εξέταση. Αυτό οδήγησε σε μια κίνηση τα τελευταία χρόνια προς μια «κλινική διάγνωση», όπου ο γιατρός κάνει μια αξιολόγηση με βάση τα συμπτώματα ή/και μη φυσιολογικά ευρήματα κατά τη διάρκεια της φυσικής εξέτασης.
Τα τελευταία 5-10 χρόνια υπάρχει μια αυξανόμενη ικανότητα να ανιχνευθεί ενδομητρίωση χρησιμοποιώντας όργανα απεικόνισης, όπως το διακολπικό υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία.
Η διάγνωση της ενδομητρίωσης μέσω ιατρικής απεικόνισης κερδίζει δημοτικότητα επειδή επιτρέπει στους γιατρούς και τους ασθενείς να κατανοήσουν τη διάγνωση και την έκταση της ενδομητρίωσης χωρίς να χρειάζεται να κάνουν χειρουργική επέμβαση.
Πλέον αρκετοί γιατροί προσπαθούν να δώσουν μια κλινική διάγνωση υποψίας ενδομητρίωσης με βάση τα συμπτώματα και τη φυσική εξέταση σε συνδυασμό με τα στοιχεία που έχουν από τις απεικονιστικές εξετάσεις, πράγμα που μπορεί να μειώσει την καθυστέρηση στη διάγνωση.
Υπάρχουν ορισμένα μειονεκτήματα ωστόσο στον τρόπο αυτό διάγνωσης, καθώς αυξάνεται η πιθανότητα διαγνωστικού λάθους. Πιο συγκεκριμένα, η λανθασμένη διάγνωση μπορεί να οδηγήσει τον γιατρό σε ένα εσφαλμένο σχέδιο θεραπείας, καθυστερώντας αναπόφευκτα τη θεραπεία που θα έπρεπε να επιλέξει με βάση το αληθινό αίτιο που δημιουργεί τα όποια προβλήματα στο σώμα της γυναίκας.