fbpx
Επιλογή Σελίδας

 

 

Μαίρη Νικολακοπούλου 
Δικηγόρος

Είναι γνωστό, πως πριν την υποβολή των ατόμων σε οποιαδήποτε μέθοδο Ιατρικώς Υποβοηθούμενης  Αναπαραγωγής (Ι.Υ.Α.), προϋπόθεση είναι η ενημέρωσή τους από τον ιατρό και το επιστημονικό προσωπικό των Μονάδων Ιατρικώς Υποβοηθούμενης  Αναπαραγωγής (Μ.Ι.Υ.Α.), καθώς και η συνακόλουθη έγγραφη συναίνεση για την επερχόμενη  ιατρική πράξη. Για την αξία της έγγραφης ενημέρωσης έχει ήδη γίνει αναφορά στο παρελθόν. Την ίδια αξία, όμως, έχει και η δυνατότητα ανάκλησης της έγγραφης συναίνεσης, σύμφωνα με το άρθρο 1456 παρ.2 του Α.Κ., καθώς και οι συνέπειές της. 

 

Αρχικώς, θα πρέπει να τονιστεί, πως η ανάκληση της έγγραφης συναίνεσης πραγματοποιείται με τον ίδιο τύπο, που αυτή δόθηκε. Εάν, δηλαδή το ζευγάρι είναι έγγαμο, με μία απλή δήλωση όπου θα αναγράφει, πως ανακαλείται η έγγραφη συναίνεση. Ομοίως και εάν το ζευγάρι έχει υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης. Εάν, όμως, το ζευγάρι τελεί σε ελεύθερη ένωση ή έχουμε την περίπτωση της άγαμης μοναχικής γυναίκας, τότε από τη στιγμή που η συναίνεση δίδεται με  συμβολαιογραφικό έγγραφο, με τον ίδιο τύπο θα γίνει και η ανάκληση, δηλαδή με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Κάθε περίπτωση ανάκλησης θα πρέπει να κοινοποιείται στον ιατρό και στη Μ.Ι.Υ.Α, ώστε να λαμβάνουν γνώση και να σταματά η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η ανάκληση μπορεί να γίνει και από το ένα εκ των δύο μερών τα οποία έχουν συναινέσει (μονομερής ανάκληση), και πάντως μέχρι το χρονικό σημείο της μεταφοράς των γονιμοποιημένων ωαρίων στο γυναικείο σώμα, όπου ουσιαστικά ματαιώνεται και η τεχνητή γονιμοποίηση. Αν πρόκειται δε, για τη μέθοδο της τεχνητής σπερματέγχυσης, έως τη μεταφορά του σπέρματος στο γυναικείο σώμα.  

 

Θα έπρεπε φυσικά να μας απασχολήσει, εάν είναι πράγματι ορθό αυτό το χρονικό σημείο της ανάκλησης, δηλαδή πριν τη μεταφορά στο γυναικείο σώμα. Ο προβληματισμός αυτός τίθεται εύλογα, αν αναλογιστούμε τις συνέπειες της ανάκλησης. Μετά από την ανάκληση της συναίνεσης, ποια είναι η τύχη αυτού του γεννητικού υλικού; Ο νομοθέτης ρύθμισε αυτό το ζήτημα με τα άρθρα 1459 Α.Κ. και 7 παρ. 6 εδάφ.7 και 7 παρ.7 του Ν.3305/2005. Με την ανάκληση το γεννητικό υλικό καθίσταται πλεονάζον (δε θα χρησιμοποιηθεί δηλ. πλέον από τα υποβοηθούμενα πρόσωπα), ως εκ τούτου σύμφωνα με το άρθρο 1459 Α.Κ. θα πρέπει να ενεργοποιηθεί μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις, για τις οποίες, όμως, το ζεύγος συζύγων ή συντρόφων ή η άγαμη γυναίκα θα έπρεπε να είχαν/είχε προαποφασίσει τι θα το κάνουν. Εν προκειμένω: α) να διατεθεί χωρίς αντάλλαγμα, κατά προτεραιότητα σε άλλα πρόσωπα, που θα επιλέξει ο ιατρός ή το ιατρικό κέντρο, β) να χρησιμοποιηθούν χωρίς αντάλλαγμα για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς, γ) να καταστραφούν. Αν δεν υπάρχει τέτοια κοινή δήλωση από την έναρξη της διαδικασίας (όπως επιβάλλεται από τον νόμο), τότε οι γαμέτες και τα γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται για χρονικό διάστημα πέντε ετών από τη λήψη τους και με την πάροδο αυτού του χρόνου χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς είτε καταστρέφονται. Αυτή η κοινή δήλωση βούλησης για την τύχη του γεννητικού υλικού, είναι καθοριστικής σημασίας και θα πρέπει να λαμβάνεται μετά από ώριμη σκέψη, διότι δεν ανακαλείται πλην της περιπτώσεως του πρώτου εδαφίου του ως άνω άρθρου (1459 Α.Κ.) που αφορά στη δωρεά του σε άλλα πρόσωπα. Στην περίπτωση δε, που ανακαλείται η έγγραφη συναίνεση λόγω διαφωνίας, ως προς τη χρήση του γεννητικού υλικού, διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου, διάστασης, λήξης της ελεύθερης ένωσης ή θανάτου (με την επιφύλαξη της μεταθανάτιας χρήσης γεννητικού υλικού), ενεργοποιείται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 7 του Ν. 3305/2005 και το γεννητικό υλικό, οι ζυγώτες και τα γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται ή χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς ή καταστρέφονται, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 1459 Α.Κ. (βλ. ανωτέρω) ύστερα από απόφαση της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, κατόπιν αιτήσεως της Τράπεζας Κρυοσυντήρησης.  

Εδώ ακριβώς έγκειται και ο προβληματισμός αναφορικά με το κομβικό σημείο της ανάκλησης. Θα πρέπει να είναι πριν τη μεταφορά των γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων στο σώμα της γυναίκας ή πριν τη γονιμοποίηση; Είναι προφανές, πως αν η υπαναχώρηση και κατά συνέπεια η ανάκληση είναι μία κοινή απόφαση του ζεύγους συζύγων ή συντρόφων, η συνέπεια της ανάκλησης που θα είναι μία εκ των τριών ανωτέρω επιλογών είναι σαφέστατα πιο ανώδυνη. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που η απόφαση της ανάκλησης είναι μονομερής και η σύζυγος/σύντροφος, μη δυνάμενη να πλέον να τεκνοποιήσει με δικό της γεννητικό υλικό, χάνει το δικαίωμα απόκτησης βιολογικού τέκνου;  

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης αποτελεί η γνωστή υπόθεση Έβανς εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου ΕΔΔΑ /7-3-2006: Απαγόρευση χρήσης εμβρύων που δημιουργήθηκαν με εξωσωματική γονιμοποίηση λόγω ανάκλησης συναίνεσης συντρόφου. Ο προαναφερόμενος τίτλος προδίδει την τύχη αυτού του δικαστικού αγώνα της Evans, η οποία αναγκάστηκε να αφαιρέσει τις ωοθήκες της λόγω προκαρκινικού σταδίου και τα ωάρια τα οποία συνέλεξε τα γονιμοποίησε με το σπέρμα του συντρόφου της, ο οποίος φυσικά είχε συγκατατεθεί. Στη συνέχεια, εκείνος ανακάλεσε τη συναίνεσή του και έτσι η καταστροφή των εμβρύων λόγω ανάκλησης της συναίνεσης σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο ήταν μονόδρομος. Η Evans φυσικά δεν δικαιώθηκε -και ορθά ενδεχομένως- διότι το δικαίωμα στην αναπαραγωγή είναι ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού και αυτοδιαθέσεως του ατόμου μέσα από την ελευθερία του να προγραμματίζει και να διαμορφώνει τη ζωή του. Δε θα μπορούσε καμία δικαστική απόφαση να αναγκάσει κάποιον να γίνει πατέρας εφόσον δεν το επιθυμεί πλέον και ανακαλεί την αρχική του συναίνεση. Το επόμενο, όμως, ζήτημα που γεννάται, είναι στην περίπτωση του απλού γεννητικού υλικού, που σε περίπτωση ανακλήσεως της συναίνεσης ενός εκ των συζύγων/συντρόφων μπορεί -αν δεν οδηγηθεί σε καταστροφή ή διατεθεί για έρευνα ή για θεραπευτικούς σκοπούς-απλώς να διατηρηθεί. Έχει άραγε κάποια σκοπιμότητα η διατήρηση (πλην του ψυχολογικού παράγοντα) χωρίς τη δυνατότητα της χρήσης του; Η απάντηση είναι προδήλως αρνητική. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για μία προβληματική διάταξη η οποία οδηγεί σε αδιέξοδα και θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Είναι βέβαιο πως ο νομικός μας πολιτισμός θα αντιμετωπίσει και αυτά τα αδιέξοδα. Σε κάθε, όμως, περίπτωση το συμπέρασμα που συνάγεται αβίαστα είναι πως τόσο η έγγραφη συναίνεση -κυρίως για την τύχη του γεννητικού υλικού- όσο και η ανάκληση θα πρέπει να αποτελεί προϊόν ωρίμου σκέψεως και βαθιάς ενσυναίσθησης.  

 

Μαίρη Νικολακοπούλου 
Δικηγόρος
Νομική Σύμβουλος της Ελληνικής Εταιρείας Γονιμότητας και Στειρότητας και 
της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρών Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΕΛ.Ε.Ι.Υ.Α)