fbpx
Επιλογή Σελίδας
Γιατί γεννιούνται όλα και λιγότερα παιδιά στην Ελλάδα;
Ποιος θα είναι ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2100;

Ποια είναι η πικρή πραγματικότητα που αφορά έναν λαό από τους αρχαιότερους του κόσμου κι ένα έθνος με ένδοξο αγώνα επιβίωσης; Όλο και λιγότεροι Έλληνες γεννιούνται. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν οι γεννήσεις του 2022 και ήταν 10.000 λιγότερες από το έτος 2021. Ο πληθυσμός των Ελλήνων μειώνεται σημαντικά και ανησυχητικά. Πού θα οδηγήσει όλο αυτό; Eίναι αναστρέψιμη αυτή η πορεία;

Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, κοινός τόπος είναι πως το δημογραφικό αδιέξοδο παραμένει ένα από τα κορυφαία, οικονομικά ή ακόμη και υπαρξιακά προβλήματα της χώρας.

Η υπογεννητικότητα μαστίζει την Ελλάδα και το ελληνικό έθνος, καθώς, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, ο πληθυσμός της χώρας μας βαίνει μειούμενος και γηραιότερος, με την πάροδο του χρόνου. Η απογραφή του 2021 έδειξε ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 3,11% σε σχέση με το 2011 και σήμερα ανέρχεται στα 10.482.487 άτομα.

Η οικονομική κρίση που έπληξε βαθιά τα εισοδήματα των Ελλήνων επηρέασε και την τάση των ζευγαριών να αποκτούν παιδιά. Πολλοί ήταν οι νέοι άνθρωποι που στις αντίστοιχες έρευνες για τη δεκαετία 2010-2020 απαντούσαν πως η αβεβαιότητα στον εργασιακό τομέα – το αν θα συνεχίσουν να έχουν εργασία δηλαδή – αλλά και το ύψος του μισθού και πώς αυτός τυχόν θα επηρεαζόταν, καθόρισε την απόφασή τους να αποκτήσουν ένα μόνο παιδί. Η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας σύναψης γάμου και απόκτησης πρώτου παιδιού, η αύξηση του κόστους διαβίωσης, αλλά και ο σύγχρονος αστικός τρόπος ζωής, δεν ευνοούν επίσης τη γονιμότητα.

 

Υπογεννητικότητα σε συνδυασμό και υπογονιμότητα

Σύμφωνα με στοιχεία του 2019, το 44% των Ελληνίδων αποκτά μόνο ένα παιδί, ενώ μόλις το 4,8% περισσότερα από 4 παιδιά.

Το φυσικό ισοζύγιο μεταξύ θανάτων και γεννήσεων εκτιμάται πως θα παραμένει αρνητικό τουλάχιστον μέχρι το 2045, ενώ είναι εξαιρετικά αβέβαιη η αναστροφή αυτής της αρνητικής τάσης στις επόμενες δεκαετίες.

Στο σενάριο βάσης των δημογραφικών προβολών, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 20% έως το 2100, φτάνοντας τα 8,1 εκατ.

Πότε ξεκίνησε η δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού;

Το πρόβλημα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις ανά έτος μειώθηκαν από τις 150.000 στις 100.000, φθάνοντας στο 2011, όπου για πρώτη φορά ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων κατά περίπου 30.000.

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε ραγδαία.

Αρχικά η εισροή των μεταναστών συνέβαλε στην ανακοπή της αυξητικής τάσης της υπογεννητικότητας (1991 – 2000), καθώς οι μετανάστες στη χώρα αυξάνονταν κατά 6% ετησίως. Από το 2008 και μετά οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα περιορίστηκαν.

 

Τι άλλο απειλεί τη σύνθεση του Ελληνικού πληθυσμού.

Εδώ και τρεις δεκαετίες, οι αλλοδαποί έχουν αυξηθεί σημαντικά (από 200.000 το 1991 σε 900.000 σήμερα), και δεδομένου ότι είναι πολύ πιο νέοι και έχουν υψηλότερη γονιμότητα από αυτή των Ελλήνων, συνεχώς αυξάνονται ως ποσοστό του πληθυσμού στον Ελλαδικό χώρο. Χωρίς αυτούς, το συνολικό φυσικό ισοζύγιο της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα θα ήταν αρνητικότερο, αφού οι αλλοδαποί συνέβαλαν σε 150.000 περισσότερες γεννήσεις από θανάτους.

Επιπλέον, υπήρξε αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο διαρκώς αυξανόμενο μετά την έλευση της οικονομικής κρίσης, καθώς οι έξοδοι από τη χώρα, κυρίως αυτές των περίπου 450.000 νέων και μορφωμένων Ελλήνων που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, υπερκάλυψαν τις εισόδους αλλοδαπών προερχομένων στη μεγάλη τους πλειονότητα από μη ευρωπαϊκές χώρες, ανειδίκευτων ως επί το πλείστον.

Ως «brain drain» αναφέρεται το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων», δηλαδή η μετανάστευση στο εξωτερικό ανθρώπων με υψηλή μόρφωση, εξειδίκευση και ευφυΐα. Ως “brain gain” αντιθέτως περιγράφεται η επιστροφή τέτοιων ανθρώπων στη χώρα καταγωγής τους.

 

Οι αιτίες της υπογεννητικότητας…

Όπως είναι σαφές, οι αιτίες της υπογεννητικότητας είναι πολλές, σύνθετες και κατά κύριο λόγο βαθιά κοινωνικές. Καθώς οι γυναίκες έχουν σήμερα τη δυνατότητα να εξελιχθούν επαγγελματικά επιδιώκοντας την ισότητα στους χώρους εργασίας, έχουν την αναπαραγωγική επιλογή στα χέρια τους. Ταυτόχρονα, η έλλειψη κινήτρων και στήριξης εκ μέρους της Πολιτείας συμβάλλει δραματικά προς τη μία – την επαγγελματική – και όχι προς την άλλη κατεύθυνση. Μην έχοντας άλλο τρόπο στήριξης δηλαδή, οι γυναίκες επιλέγουν να εργάζονται και να χτίζουν την καριέρα τους και όχι να προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας.

…και της υπογονιμότητας

Είναι γεγονός ότι η μέση ηλικία της μητέρας έχει αυξηθεί σημαντικά στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια. Βάσει των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η μέση ηλικία της μητέρας το 1975 ανερχόταν στα 26.8 έτη, ενώ το 2021 έφτασε τα 32,3 έτη. Επιπλέον, σύμφωνα με την Eurostat, το ποσοστό των γεννήσεων από μητέρες άνω των 40 ετών, επί του συνόλου των γεννήσεων σε ένα έτος, υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ του 2001 και του 2019 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Ελλάδα να αποτελεί την 3η κατά σειρά χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων από μητέρες άνω των 40, αγγίζοντας το 8.4%.

Οι λόγοι της υπογονιμότητας των Ελληνίδων είναι κυρίως κοινωνικοί. Οι Ελληνίδες έχοντας προσδοκίες για υψηλότερη ποιότητα ζωής για αυτές και τα παιδιά τους και ανάγκη προσωπικής και επαγγελματικής ανέλιξης, καθυστερούν να τεκνοποιήσουν και επιλέγουν πολύ μικρό αριθμό παιδιών κατά κανόνα. Ως γνωστόν, η μεγαλύτερη ηλικία συνδέεται με υπογονιμότητα, με αποτέλεσμα οι Ελληνίδες να δυσκολεύονται πολλές φορές να κάνουν έστω και ένα παιδί.

Καθώς μετατίθεται η ηλικία έναρξης δημιουργίας οικογένειας, είναι πιθανότερο να συνυπάρχουν παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά́ τη γονιμότητα, με κυριότερο το γεγονός ότι το ωοθηκικό απόθεμα σε ωάρια είναι πεπερασμένο, ενώ και η ποιότητα των ωαρίων φθίνει με την πάροδο των ετών, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι επιπλοκές στις κυήσεις, όπως οι αποβολές και οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Είναι άλλωστε γνωστό ότι το μέγιστο δυναμικό γονιμότητας των γυναικών είναι στα 25 έτη, ενώ μετά την ηλικία των 35 επέρχεται σημαντική μείωση.

Ζευγάρια με προβλήματα γονιμότητας συχνά καταφεύγουν σε Μεθόδους Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, χωρίς όμως να είναι δεδομένη η επίτευξη κύησης. Συγκεκριμένα, η ωοθηκική ανεπάρκεια της μεγαλύτερης γυναίκας είναι ανυπέρβλητος παράγοντας, με αποτέλεσμα η πιθανότητα επιτυχίας εξωσωματικής γονιμοποίησης να φθίνει από περίπου 10% στην ηλικία των 41 και 42 στο περίπου 2% στην ηλικία των 44 και 45, ενώ θεωρείται απίθανο να επιτευχθεί κύηση χωρίς δωρεά ωαρίων μετά την ηλικία των 46 ετών.

 

Ο δείκτης γονιμότητας και τι σημαίνει για τη συνέχιση του έθνους

Ο δείκτης γονιμότητας είναι εκείνος που αποτυπώνει όχι απλώς το πρόβλημα υπογονιμότητας κάθε κράτους, αλλά και το κατά πόσο ένα έθνος έχει ή όχι συνέχεια στο μέλλον. Τυπικά πρόκειται για έναν αριθμό που δείχνει πόσα παιδιά αντιστοιχούν σε κάθε γυναίκα στη χώρα και η Επιστήμη θεωρεί πως ο κρίσιμος δείκτης που διασφαλίζει τη συνέχεια του έθνους είναι πάνω από το 2 – κάτι που η χώρα μας έχει απωλέσει εδώ και αρκετές δεκαετίες.

Συγκεκριμένα, η απόκτηση 2,1 παιδιών ανά γυναίκα σημαίνει ότι ο πληθυσμός μιας χώρας παραμένει σταθερός, η απόκτηση 1,5 παιδιών ανά γυναίκα σημαίνει ότι ο πληθυσμός μειώνεται στο μισό σε 65 χρόνια, ενώ με την απόκτηση 1,3 παιδιών ανά γυναίκα ο πληθυσμός μειώνεται στο μισό σε 44 χρόνια.

Στην Ελλάδα, ο δείκτης γονιμότητας ήταν άνω του 2 μέχρι και το 1980. Η πτώση την επόμενη δεκαετία όμως ήταν δραματική, καθώς από 2,23 παιδιά που γεννούσαν οι Ελληνίδες μέχρι το 1980, φτάσαμε στα 1,39 παιδιά το 1990! Έκτοτε, η Ελλάδα δεν πλησίασε ποτέ ξανά στο 2, ενώ το ιστορικό χαμηλό καταγράφεται το 2000, με μόλις 1,25 παιδιά ανά Ελληνίδα.

 

Με τον συντελεστή γονιμότητας (αριθμός παιδιών που αντιστοιχεί σε κάθε γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας) να έχει υποχωρήσει σε κάτω από 1,5 μονάδες ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 (από 2,1 – 2,5 μονάδες τις δεκαετίες 1960 και 1970) και να κινείται σήμερα στο 1,3, απουσία συνταρακτικών ανατροπών, όπως π.χ. ενός νέου κύματος μαζικής μετανάστευσης αλλοδαπών ή της πλήρους αντιστροφής του “brain drain” σε “brain gain”, καθώς και μιας γενναίας πολιτικής αύξησης των γεννήσεων, οι ρυθμοί μείωσης του πληθυσμού της χώρας δεν πρόκειται να ανακοπούν.

Αν και ο δείκτης έχει επιδείξει μια σταθεροποίηση ελαφρώς πάνω από τα χαμηλά (1,39 το 2020 και 1,43 το 2021), σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο για τη χώρα μας, με αποτέλεσμα οι πολυσύνθετες συνέπειες της υπογεννητικότητας να αποτελούν ήδη πρόβλημα για το ελληνικό κράτος.

Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό μέσω πολιτικών τόνωσης της γονιμότητας

Όπως εκτιμάται από τους ειδικούς, η εφαρμογή πολιτικών τόνωσης της γονιμότητας και οι παρεμβάσεις στη μεταναστευτική πολιτική μπορούν να περιορίσουν τις απώλειες στο ΑΕΠ το 2100 κατά 7 έως και 10 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα.

Το δημογραφικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με πολιτικές για την ενίσχυση της γονιμότητας, τη στήριξη της οικογένειας και την αύξηση της γυναικείας εργασίας. Για να σημειωθεί αύξηση των γεννήσεων πρέπει να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την απόκτηση παιδιών, με περισσότερα κίνητρα, και οικονομικά, και ένα υποστηρικτικό στην οικογένεια εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον.

Το 2020, η HOPEgenesis σε συνεργασία με την Α’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και επιβλέπουσα την Επίκουρη Καθηγήτρια Μαιευτικής Γυναικολογίας, Παιδικής και Εφηβικής Γυναικολογίας, Δρ. Λίνα Μιχαλά, διεξήγαγε μελέτη με τίτλο «Υπογεννητικότητα και Γνώσεις Αναπαραγωγικής Υγείας στην Ελλάδα». Η συγκεκριμένη έρευνα εστιάζει στη διερεύνηση των τάσεων και των αντιλήψεων των νέων σε σχέση με τη γνώση της αναπαραγωγικής υγείας και την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και την ανάδειξη των τυχόν ελλείψεων στην ενημέρωσή τους. Δυστυχώς, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η γνώση περί φθίνουσας γονιμότητας της γυναίκας είναι ελλιπής, με αποτέλεσμα τον λάθος προγραμματισμό της οικογενειακής ζωής λόγω άγνοιας.

Άρα η υπογονιμότητα των Ελληνίδων είναι κάτι αναστρέψιμο, αν υπάρξει καλύτερη ενημέρωση και αν δοθεί από την πολιτεία η κατάλληλη υποστήριξη που να πείσει τους Έλληνες να κάνουν παιδιά πιο νωρίς -την περίοδο που ευννοείται από τη φύση η αναπαραγωγή.

Προς το παρόν αξίζει να αναφέρουμε ότι οι υπηρεσίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην Ελλάδα, που θεωρούνται από τις καλύτερες στον κόσμο, είναι στο πλευρό κάθε Ελληνίδας οποιαδήποτε και να είναι η ηλικία της, είτε έχει σύντροφο ή όχι, για να την υποστηρίζουν να καταφέρει να γίνει μητέρα κι ένας ακόμα Έλληνας να γεννηθεί σε αυτή την χώρα και να προστεθεί σε αυτό το έθνος με την ένδοξη ιστορία.