fbpx
Επιλογή Σελίδας

 

 

Τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, η δυσανεξία στη γλυκόζη και τα καρδιαγγειακά προβλήματα συνδέονται με υπογονιμότητα. Αυτό υποστηρίζει νέα Νορβηγική μελέτη που διεξήχθη από το Νορβηγικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας.   

Οι ερευνητές της τρέχουσας μελέτης μελέτησαν έγκυες στις 18 εβδομάδες κύησης, καθώς και τους συντρόφους τους, μεταξύ 1999-2008. 

Η ομάδα αποτελούνταν από 114.500 παιδιά, 75.200 πατέρες και 95.200 μητέρες, εκ των οποίων επιλέχθηκαν 68.882 γυναίκες και 47.474 άνδρες. Σε αυτή τη μελέτη, περίπου το 12% των ζευγαριών ανέφεραν προβλήματα υπογονιμότητας. Διαπιστώθηκε ότι αυτά  ήταν πιο πιθανό να είναι παχύσαρκα, μεγαλύτερης ηλικίας, να είναι καπνιστές και να έχουν πιο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. 

Ως υπογόνιμα ορίστηκαν τα ζευγάρια που είχαν αποτύχει να συλλάβουν μετά από 12 μήνες προσπάθειας ή εκείνα που ήδη είχαν καταφύγει σε θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.  

Με βάση την ανάλυση, τα γενετικά καθορισμένα επίπεδα ινσουλίνης νηστείας, ιδιαίτερα στις γυναίκες, αύξησαν την πιθανότητα υπογονιμότητας. Ένα υψηλότερο επίπεδο μητρικής γλυκόζης νηστείας, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης στις γυναίκες και ινσουλίνης νηστείας στους άνδρες αύξησε επίσης τον κίνδυνο υπογονιμότητας. 

 

Πώς συνδέονται όλα αυτά με το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών 

Ο επιπολασμός της υπερινσουλιναιμίας, η οποία είναι ένας βιοδείκτης για την αντίσταση στην ινσουλίνη και τη δυσανεξία στη γλυκόζη, έχει προηγουμένως συσχετιστεί με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS), το οποίο είναι γνωστό ότι μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα. Επιπλέον, η υπερινσουλιναιμία συνδέεται με εξασθενημένη σύνθεση σεξουαλικών ορμονών στο ωοθυλάκιο, συμπεριλαμβανομένων χαμηλότερων επιπέδων προγεστερόνης και ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης και αυξημένων επιπέδων ανδρογόνων, μαζί με θυλακοειδή δυσπλασία. 

Συνολικά, η παρούσα μελέτη παρείχε ισχυρές ενδείξεις που υποστηρίζουν την υπόθεση ότι η υπερινσουλιναιμία και η δυσανεξία στη γλυκόζη προκαλούν προβλήματα γονιμότητας κυρίως στις γυναίκες. Οι επικεφαλής της έρευνας όμως, εκτιμούν ότι χρειάζονται να γίνουν περισσότερες μελέτες για να τεκμηριωθούν αυτά τα δεδομένα.