Είναι γνωστό ο ψυχολογικός παράγοντας είναι εκλυτικός στα ρευματικά νοσήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη εκδήλωση των αυτοανόσων νοσημάτων είναι μετά από πρόσφατο stress, όπως απώλεια θέσης εργασίας ή αγαπημένου προσώπου, αλλά και ότι οι εξάρσεις συνδέονται σχεδόν πάντα με ψυχολογική επιβάρυνση. Επιπλέον, το άτομο δοκιμάζει μεγάλη δυσκολία στο να εκφράσει συναισθήματα τα οποία διατείνεται ότι δεν έχει ή δεν μπορεί να περιγράψει, δηλαδή διακατέχεται από «αλεξιθυμία».
Η ψυχοθεραπεία έχει αναγνωριστεί διεθνώς ότι μπορεί να βελτιώσει την υγεία ατόμων με αυτοάνοσα νοσήματα μειώνοντας τις υποτροπές και εκπαιδεύοντας το άτομο στη διαχείριση του άγχους και των συναισθημάτων. Διδάσκοντας τους ανθρώπους «να σταματήσουν να αποφεύγουν, να αρνούνται και να παλεύουν» με τα εσωτερικά τους συναισθήματα και, αντί αυτού, να αποδεχτούν ότι αυτά τα βαθύτερα συναισθήματα είναι κατάλληλες απαντήσεις σε ορισμένες καταστάσεις που δεν πρέπει να τους εμποδίζουν να προχωρήσουν στη ζωή τους. Μέσα από την ψυχοθεραπεία δίνεται η ευκαιρία στον θεραπευόμενο να διερευνήσει όλο το φάσμα των συναισθημάτων που βιώνει, διότι συχνά συμβαίνει πολλοί άνθρωποι να αποφεύγουν ορισμένα συναισθήματα, σκέψεις και καταστάσεις που βρίσκουν ενοχλητικές. Η κατανόηση του τι αποφεύγει ένας θεραπευόμενος αποτελεί κλειδί για την ίδια τη θεραπεία.
Πώς λειτουργεί τελικά;
Οι σκεπτικιστές της ψυχοθεραπείας αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της «συζήτησης» να αλλάξει οτιδήποτε με ουσιαστικό τρόπο. «Τι το ιδιαίτερο λοιπόν έχει να μιλάς σε έναν ψυχοθεραπευτή παρά σε έναν κομμωτή, στον οδηγό ταξί ή στο διπλανό γείτονα;», σκεπτόμενοι βέβαια ότι «αν το μόνο που κάνουν οι θεραπευτές είναι να μιλάνε, τότε αυτό μπορώ να το βρω οπουδήποτε, και χωρίς να πληρώνω την αμοιβή του ψυχοθεραπευτή». Αλλά η συζήτηση είναι μόνο ένα μέρος της εικόνας. Μια ακόμη πιο σημαντική πτυχή της ψυχοθεραπείας είναι η ικανότητα του θεραπευτή να ακούει αυτό που λέγεται -όχι μόνο με λόγια, αλλά και με μια ευρύτερη σιωπηρή έννοια- ακούγοντας δηλαδή το νόημα της αλήθειας ενός ατόμου.
Πράγματι, στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι είναι αρκετά έξυπνοι και ευρηματικοί για να λύσουν τα προβλήματα της ζωής τους, αλλά μπορεί να μπλοκαριστούν από φόβους, σκέψεις και αναμνήσεις που αποτελούν εμπόδια. Στην ψυχοθεραπεία οι θεραπευόμενοι μαθαίνουν να αναγνωρίζουν αυτά τα εμπόδια και να ανακαλύπτουν τι πρέπει να κάνουν για να τα ξεπεράσουν. Επίσης ανακαλύπτουν ποιες σκέψεις κάνουν που δεν είναι χρήσιμες, ακόμη και πολλές φορές μη ρεαλιστικές. Όπως για παράδειγμα, ο φόβος της υποτροπής στα αυτοάνοσα νοσήματα που απαιτεί ειδική εκπαίδευση από τον ψυχοθεραπευτή.
Πολύ σημαντική είναι επίσης η εξερεύνηση εμπειριών του παρελθόντος που πραγματοποιείται ως μέρος της θεραπείας. Με τον τρόπο αυτό ο θεραπευόμενος μπορεί από τη μία πλευρά να κατανοήσει τις παρούσες ψυχολογικές του δυσκολίες μέσα από βιώματα και εμπειρίες του παρελθόντος και από την άλλη να βοηθηθεί να απορρίψει δεσμούς της προηγούμενης εμπειρίας για να ζήσει πληρέστερα στο παρόν.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό κομμάτι είναι η εξερεύνηση των διαπροσωπικών σχέσεων. Μέσω της θεραπευτικής διαδικασίας, οι θεραπευόμενοι είναι σε θέση να εξερευνήσουν τις σχέσεις τους με τους άλλους, τόσο τις τρέχουσες όσο και τις προηγούμενες. Αυτό βοηθά τον θεραπευόμενο να ορίσει καλύτερα τον εαυτό του μέσα στο περιβάλλον και τη σχέση, να κατανοήσει της πραγματικές του ανάγκες και επιθυμίες για να μπορέσει να λειτουργεί μέσα σε μία ισορροπία που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του νοσήματός του. Εντός της θεραπευτικής σχέσης χτίζονται οι δυνάμεις και η δημιουργικότητα του ατόμου με σκοπό τη διαχείριση της καθημερινότητας και του νοσήματος. Ο ρόλος του θεραπευτή χρησιμεύει για να διευκολύνει την αυτοέκφραση και να δώσει μαρτυρία για αλήθειες που μπορεί να φαίνονται ανείπωτες.
Η ψυχολογική επιβάρυνση ενός αυτοάνοσου μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη γονιμότητα
Υπάρχουν όμως και ειδικές καταστάσεις που συναντά μία γυναίκα με ρευματικό νόσημα όπως η κύηση, που χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρα συναισθήματα, συγκεκριμένες ανησυχίες και άγχη.
Οι ανησυχίες και οι φόβοι ωστόσο ξεκινούν πολύ πριν την ίδια την εγκυμοσύνη, από την ώρα της επιθυμίας απόκτησης παιδιού. Σε αυτή την κατάσταση προκύπτουν πάρα πολλά άγχη και ανησυχίες όπως: Θα καταφέρω να μείνω έγκυος; Θα μπορέσει να ανταπεξέλθει ο οργανισμός μου στην εγκυμοσύνη; Θα κληρονομήσει το παιδί μου το νόσημά μου; Θα μπορέσω να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις της μητρότητας;
Eρωτήματα που σίγουρα χρήζουν επιστημονικής απάντησης, αλλά χρήζουν και ειδικής ψυχοθεραπευτικής υποστήριξης, καθώς δε φτάνουν οι στατιστικές αναλύσεις, οι ιατρικές μελέτες και οι εξετάσεις για να αρθούν όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και οι φοβικές σκέψεις. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι αρνητικές σκέψεις μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στην επίτευξη της ίδιας της εγκυμοσύνης.
Εδώ ο ψυχοθεραπευτής θα βοηθήσει να εκφραστούν οι αγωνίες, να επανατοποθετηθούν στην πραγματική τους διάσταση και να αντισταθμιστούν με θετικές σκέψεις που συνυπάρχουν ούτως η άλλως. Θα μπορέσει επίσης να προετοιμάσει την θεραπευόμενη για το στάδιο της κύησης, που είναι ακόμη πιο πολύπλοκο και πολυεπίπεδο από ψυχοθεραπευτικής πλευράς.
Τι κερδίζει ο θεραπευόμενος ή η θεραπευόμενη μέσα από την ψυχοθεραπεία
Ο θεραπευόμενος αναπτύσσει μια ειλικρινή και προσωπική κατανόηση του ποιος είναι, ενώ παράλληλα αποκτά διορατικότητα, κατανόηση, αποδοχή και βελτιώνει τις διαπροσωπικές του δεξιότητες. Συμπερασματικά, η ψυχοθεραπεία δεν έχει ως στόχο να αποτελέσει πανάκεια για την ανθρώπινη κατάσταση, αλλά να βοηθήσει τα άτομα να αναπτύξουν εκείνες τις δεξιότητες που απαιτούνται για να διαχειριστούν τους περιορισμούς, τους φόβους και τα άγχη που δημιούργησε το ίδιο το νόσημα.
Στρατηγούλα Παρασκευοπούλου
Ψυχολόγος, ΜΒΑ
Εκπαιδευόμενη Ομαδική Αναλύτρια HOPE IN GA
Ψυχολόγος ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α.