fbpx
Επιλογή Σελίδας

 

Δρ. Άννα Κανδαράκη
Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια  

Μου μιλούσε και κοίταζε το πάτωμα, σα να φοβόταν το βλέμμα μου, σα να δίσταζε να αντικρίσει την αντίδραση σε όσα έλεγε. Σα να είχε ήδη εισπράξει αρκετή ντροπή από τον όποιο ακροατή είχε επιλέξει, ακόμα και από τον καθρέφτη της.  

«Εδώ δεν έχει νόημα να μην είμαι ειλικρινής, θα το πω όπως μου βγαίνει. Είμαι παντρεμένη 2 χρόνια… και δε ξέρω αν θέλω να κάνω παιδί. Αυτό.  Είμαστε καλά έτσι όπως είμαστε. Είναι τόσο κακό? Αποφεύγουμε τις συναντήσεις με συγγενείς γιατί έρχεται πάντα η ίδια ερώτηση: «Κανένα παιδάκι?» «Ακριβώς αυτό», θέλω να τους πω. «Κανένα παιδάκι». Τελεία.         

Χαμογέλασα, πάντα εκτιμώ τους θεραπευόμενους που παρ’ όλη τη δυσκολία τους καταφέρνουν να επιστρατεύουν τον υψηλότερο μηχανισμό άμυνας, το χιούμορ.  

Συναντώ συχνά νέες γυναίκες και νέα ζευγάρια που έρχονται με αίτημα το ζήτημα της μητρότητας και της γονεϊκότητας. Είτε γιατί υπάρχει δυσκολία στην πραγμάτωσή του, λόγω βιολογικών ή ψυχολογικών παραγόντων, είτε γιατί η επιθυμία τους δε συμβαδίζει με την αντίστοιχα κοινωνικά αποδεκτή. Δεν θέλουν αυτό που θα «έπρεπε» να θέλουν. Λες και η επιθυμία, ειδικά για ένα τόσο ευαίσθητο και προσωπικό ζήτημα, μπορεί να στριμωχτεί στο κρεβάτι του Προκρούστη μαζεύοντας ή τεντώνοντάς την σε καθολικά πρέπει και δεν πρέπει.  

Το ζήτημα της μητρότητας έχει απασχολήσει πολύ τόσο την κλινική εμπειρία όσο και την έρευνα. Η βιβλιογραφία έχει εστιάσει κυρίως στις μεθόδους διατήρησης της γυναικείας αναπαραγωγής, θεωρώντας αυτονόητη την επιθυμία για «εκπλήρωση και ολοκλήρωση του γυναικείου ρόλου και σκοπού». Μητρότητα και θηλυκότητα ταυτίζονται από το βάθος της ιστορίας, η γυναίκα από την αρχαιότητα παρουσιάζεται σαν «Ιερή Μητέρα» που ο μοναδικός της σκοπός στη ζωή είναι να φέρει ζωή.  

Ο Jean Jacques Rousseau, στο βιβλίο του Émile ou de l’éducation, εξιδανικεύει τον μητρικό ρόλο μιλώντας για το «πρότυπο της καλής μητέρας» και στον κόσμο της ψυχανάλυσης ο Sigmund Freud επιβεβαιώνει την ανωτερότητα του ανδρικού είδους, αναφερόμενος σ’ ένα ημιτελές θηλυκό που μόνο μέσα από την κυοφορία μπορεί να ολοκληρωθεί.  

Στη θεωρία της εξέλιξης, ο Charles Darwin, κάνει αναφορά στο «έμφυτο μητρικό ένστικτο», πλημμυρίζοντας με ερωτηματικά και ενοχές γυναίκες που περιμένουν– κάποιες φορές μάταια- να ακούσουν το δικό τους περίφημο «καμπανάκι», τρέμοντας οι περισσότερες μήπως ακουστούν οι καμπάνες όταν πλέον εκείνες δεν θα είναι ικανές να φέρουν εις πέρας την ιερή αποστολή τους… και «μήπως όταν θελήσω δε θα μπορώ και τότε αρχίσω να τρέχω σαν την τρελή;». 

Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το ερώτημα της εκούσιας ατεκνίας μπερδεύεται με την αδυναμία απόκτησης τέκνου, καθώς βιβλιογραφικά δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός. Μόλις στη δεκαετία του ‘70 εισάγεται ο όρος «childfree» για να διαχωριστεί από τον αντίστοιχο «childless», προκειμένου να δοθεί επιστημονική ταυτότητα στις γυναίκες που παρ όλο που μπορούν, δεν επιθυμούν την τεκνοποίηση. Στόχος ήταν να αντικατασταθεί η λήγουσα «less», που παραπέμπει σε έλλειψη (όπως homeless), υπονοώντας ότι κάτι θα έπρεπε να υπάρχει και απουσιάζει, με την αντίστοιχη λήγουσα «free», δηλώνοντας ότι η ατεκνία πέρα από δυσκολία ή αδυναμία μπορεί να είναι και επιλογή. 

Η έρευνα αρχίζει να κάνει δειλά βήματα, εισάγοντας νέους επιστημονικούς όρους, αναλύοντας τη δυναμική ομάδα των άτεκνων γυναικών, δυναμική καθώς αλλάζει και εξελίσσεται, όπως ακριβώς και η επιθυμία. Η κλινική εμπειρία, από την άλλη, δείχνει ότι η κοινωνία έχει αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσει, προκειμένου να αποδεχτεί τη γυναίκα ως μια αυτόνομη και ανεξάρτητη οντότητα που επιλέγει ελεύθερα τι θα κάνει το σώμα της, αν θα κυοφορήσει ή όχι, χωρίς ενοχές, απολογίες και επεξηγήσεις.  

Πληθώρα άρθρων επιβεβαιώνει ότι το στίγμα της άτεκνης γυναίκας φαίνεται να μην έχει υποχωρήσει, καθώς οι γυναίκες χωρίς παιδιά χαρακτηρίζονται είτε ως ψυχικά διαταραγμένες, αν δεν μπορούν, είτε ως εγωίστριες εάν δε θέλουν, ενώ ένα ζευγάρι που δεν έχει παιδιά συνήθως εισπράττει από τους γύρω του βλέμματα οίκτου και προβληματισμού  

Είτε μετά την άβολη εξέταση του γυναικολόγου είτε στο πιο αναπαυτικό κάθισμα του θεραπευτή, το ζευγάρι μοιράζεται πλήθος συναισθημάτων γύρω από την τεκνοποίηση, με πρωταγωνιστή αυτό της αμφιθυμίας. Εναλλαγές χαράς, φόβου, απογοήτευσης, θυμού και αγωνίας στήνουν χορό μέσα στους μελλοντικούς επίδοξους γονείς, ενώ τελειωτικό χτύπημα σ’ αυτήν την εσωτερική τρικυμία έρχεται να δώσει το επικριτικό βλέμμα των γύρω.  

«Προσπαθούμε κάποιον καιρό, αλλά δεν τα έχουμε καταφέρει. Δεν είμαστε σίγουροι ακόμα, πάντως έχουμε κόψει τις επισκέψεις σε φίλους και συγγενείς. Δεν αντέχουμε τις ερωτήσεις, τα βλέμματα και τα υπονοούμενα. Ακόμα και «τι νέα;» να μας ρωτήσουν, εμείς το μεταφράζουμε αν τελικά υπάρχουν νέα σχετικά με την εγκυμοσύνη».   

Πόσο λάθος και πόσο φορτίο κρύβεται πίσω από αυτό το «προσπαθούμε», πόση απογοήτευση πίσω από το «δεν τα έχουμε καταφέρει», πόση μοναξιά και απομόνωση έχει πάντα η σύγκριση και ο φόβος για την κριτική.  

Η γονεϊκότητα, όπως κάθε συνάντηση, προϋποθέτει αποχωρισμό, και η γέννα, μαζί με τη ζωή, κυοφορεί πάντα και πένθος. Κόρη και γιος, αποχωρίζονται τη δική τους μητρική αγκαλιά, γίνονται μητέρα και πατέρας αντίστοιχα, χτίζοντας σταδιακά τη δική τους γονεϊκή ταυτότητα.  Η απόφαση για υλοποίηση ή όχι, για το αν θα γίνεις τελικά γονιός, προϋποθέτει χρόνο και επεξεργασία, καθώς πρόκειται για μια διεργασία μοναδική, οριστική και αμετάκλητη, γι’ αυτό ίσως και τρομακτική× δεν υπάρχει «undo» και καμία επιστροφή δε γίνεται δεκτή μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, είναι όμως συνάμα και η πιο προσωπική.  

Ο κάθε ένας, η καθεμιά το βιώνει με τον δικό του μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, ανάλογα με τις εσωτερικές του καταγραφές, μνήμες και επιλογές στη ζωή – γι’ αυτό, σχόλια, κριτική και υπονοούμενα δεν χωρούν. Σημαντικό οι δυο πρωταγωνιστές να έχουν κοινή κατεύθυνση, να μην κοιτούν αντίθετα, να συμβαδίζουν και να συμπορεύονται στην επιθυμία τους. Πρώτα του ενός για τον άλλο. Να υπάρχει χώρος και χρόνος να μιληθεί η αμφιθυμία, να ανοίξουν τα σεντούκια που κουβαλάμε όλοι μέσα μας, να μην κουκουλωθεί η δυσκολία και ο προβληματισμός.                                                                           

Στόχος το κάθε βήμα να γίνεται στηριζόμενο στην επιθυμία και όχι στο φόβο, να μην υπάρχουν μονόδρομοι και παγιωμένες πεποιθήσεις.  

Θυμηθείτε ότι καθολικά σωστό σε ζητήματα ζωής δεν υπάρχει, τα υλικά για τη συνταγή της δικής του ευτυχίας τα φτιάχνει ο καθένας μόνος του.  

 

Δρ. Άννα Κανδαράκη  
Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Διδάκτωρ Ιατρικής σχολής πανεπιστημίου Αθηνών
Αριστούχος Paris V της Σορβόνης
Ιδρυτικό Μέλος Εταιρείας Ψυχικής Υγείας της Γυναίκας