fbpx
Επιλογή Σελίδας
Η Νομική Φύση του Γεννητικού Υλικού

 

Το γεννητικό υλικό αποτελούσε και αποτελεί, όχι άδικα, αντικείμενο μελέτης, επεξεργασίας, πειραματισμού, αλλά και παρέμβασης από τους επιστήμονες- ερευνητές. Με τον όρο γενετικό υλικό -που στην παρούσα συζήτηση δεν είναι δόκιμος, αλλά έχει επικρατήσει- εννοούμε ουσιαστικά το DNA: το υλικό στοιχείο (το μόριο του DNA) και το άυλο στοιχείο (τα γενετικά δεδομένα που αυτό φέρει). Συνεπώς, όταν αναφερόμαστε στο βιολογικό υλικό, εντός του οποίου βρίσκεται το γενετικό, ο επιτρεπτός όρος είναι γεννητικό υλικό και με αυτόν επί της ουσίας εννοούμε το ωάριο, το σπέρμα, αλλά και το γονιμοποιημένο ωάριο.

 

Η νομική φύση προσδιορίζει ουσιαστικά τη σχέση που συνδέει τον φορέα του γεννητικού υλικού, δηλαδή τον άνθρωπο, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή τη σχέση. Το γεννητικό υλικό ενταγμένο στο ανθρώπινο σώμα αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ποια είναι, όμως, η νομική του φύση, όταν δεν βρίσκεται στο σώμα;
Τι γίνεται, όταν το γεννητικό υλικό αποκοπεί από το σώμα, προκειμένου είτε να κρυοσυντηρηθεί, είτε να γονιμοποιηθεί, είτε να διατεθεί σε άλλα πρόσωπα με τη μορφή της διάθεσης-δωρεάς;
Στο δικαιικό μας σύστημα, το ωάριο, το σπέρμα, αλλά και το γονιμοποιημένο ωάριο, έχουν διπλή νομική φύση. Αποτελούν τόσο πράγματα όσο και στοιχεία της προσωπικότητας των δοτών τους. Το δεύτερο είναι προφανές, διότι ο φυσικός προορισμός είναι η δημιουργία απογόνων – έτσι εκφράζεται η δυνατότητα των δοτών για απόκτηση απογόνων, μία δυνατότητα που συνιστά την έκφραση του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η δημιουργία αυτής της ανθρώπινης ζωής απολαμβάνει ειδικής προστασίας από τον νόμο. Όταν το ωάριο, το σπέρμα και το γονιμοποιημένο ωάριο βρίσκονται εκτός του σώματος, συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του πράγματος, σύμφωνα με το εμπράγματο δίκαιο. Είναι δηλαδή ενσώματα, αυθύπαρκτα, απρόσωπα και δεκτικά ανθρώπινης εξουσιάσεως. Ως εκ τούτου, αποτελούν αντικείμενο δικαιοπραξιών (όπως η σύμβαση για την κρυοσυντήρησή τους, με την οποία και θα ασχοληθούμε παρακάτω).

 

Ας δούμε όσο πιο απλά μπορούμε τη νομική φύση του γεννητικού υλικού σε συνδυασμό με την κρυοσυντήρησή του. Είναι σε όλους μας γνωστός ο σπουδαίος ρόλος της κρυοσυντήρησης του γεννητικού υλικού. Η δυνατότητα της κατάψυξης του γεννητικού υλικού σε όλες σχεδόν τις πρακτικές και τεχνικές της υποβοήθησης στην ανθρώπινη αναπαραγωγή είχε απασχολήσει τον νομικό κόσμο αναφορικά με το επιτρεπτό της κρυοσυντήρησης, που συναρτάται με το ερώτημα, εάν αυτό περικλείει μέσα του ανθρώπινη ζωή. Ορθότερη -από την πλευρά των νομικών- θεωρήθηκε στο θέμα αυτό η αρνητική απάντηση, η οποία στηρίχτηκε στην ιατρική διαπίστωση, ότι η εξατομικευμένη ζωή του ανθρώπου άρχεται μετά τις δεκατέσσερις ημέρες από τη γονιμοποίηση του ωαρίου, όταν αναπτύσσεται η νωτιαία χορδή (ο πρόδρομος του νευρικού συστήματος).

 

Συνεπώς, κατά το στάδιο των δύο πρώτων εβδομάδων μετά τη γονιμοποίηση δεν υπάρχει
εξατομικευμένη ζωή!

Ενόψει των ανωτέρω, το σύνολο του γεννητικού υλικού (ωάριο, σπέρμα, γονιμοποιημένο ωάριο) των πρώτων δεκατεσσάρων ημερών έχει τη διπλή νομική φύση που ήδη αναφέρθηκε. Είναι και πράγμα και στοιχείο της προσωπικότητας των δοτών τους. Ως πράγμα -υπό την έννοια που ήδη σχολιάσαμε- το γεννητικό υλικό δύναται να αποτελεί αντικείμενο δικαιοπραξιών, όπως είναι η σύμβαση για την κρυοσυντήρηση, δεδομένου ότι το γεννητικό υλικό είναι αντικείμενο κι όχι υποκείμενο δικαίου. Οι δότες του γεννητικού υλικού, ως υποκείμενα συνάπτουν αυτή τη σύμβαση με τον ιατρό ή την Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (Μ.Ι.Υ.Α.) λειτουργώντας αφενός, ως κύριοι του πράγματος (γεννητικού υλικού), αφετέρου στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους με τη δυνατότητα δημιουργίας απογόνων, αλλά και του αυτοκαθορισμού τους! Στην περίπτωση δε του γονιμοποιημένου ωαρίου, οι δότες (σύζυγοι/σύντροφοι) είναι συγκύριοι του γεννητικού τους υλικού. Η κρυοσυντήρηση επίσης είναι και σύμβαση έργου με την Τράπεζα Κρυοσυντήρησης (Τ.Κ.), αφού δεν περιλαμβάνει μόνο τη φύλαξη του γεννητικού υλικού, αλλά και τη διατήρησή του με την εφαρμογή συγκεκριμένων τεχνικών. Επίσης, ως προς τη Μ.Ι.Υ.Α. και την Τ.Κ. στην οποία φυλάσσεται το γεννητικό υλικό, εφαρμόζονται και οι διατάξεις για τον θεματοφύλακα και την παρακαταθήκη. Δηλαδή με τη σύμβαση παρακαταθήκης, η Τ.Κ. ως θεματοφύλακας παραλαμβάνει κινητό πράγμα -εν προκειμένω το γεννητικό υλικό- για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν της ζητηθεί. Η αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνον, όταν συμφωνήθηκε. Επίσης η Τ.Κ. οφείλει να καταβάλει ως θεματοφύλακας την επιμέλεια που καταβάλει για τις δικές της υποθέσεις και εφόσον καταβάλλεται αμοιβή ευθύνεται για κάθε πταίσμα.

 

Για τη διπλή νομική φύση του γεννητικού υλικού, αναφέρθηκε σε προηγούμενο σημείο πως ο δότης έχει σε αυτό κυριότητα. Υπό την έννοια αυτή μπορεί να το μεταβιβάσει με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για την αναπαραγωγή άλλων προσώπων (πάντα αγνώστων σε αυτόν /αυτούς). Η διάθεση αυτή του γεννητικού υλικού -που αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο και για αυτό μεταβιβάζεται- μπορεί να σημαίνει και παραίτηση από το δεύτερο στοιχείο (εκείνο της προσωπικότητάς του), που στον νόμο είναι μία πράξη αποδεκτή. Κατά άλλους συγγραφείς, η παραχώρηση αυτή από τον δότη συνιστά εκδήλωση της προσωπικότητας του, υπό την έννοια πως εκφράζει την επιλογή να βοηθήσει άλλους ανθρώπους στην απόκτηση τέκνων.

 

Μπορεί η διάθεση του γεννητικού υλικού χωρίς αντάλλαγμα να υπάγεται κατά κυριολεξία στις διατάξεις της δωρεάς σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (Α.Κ.); Ουσιαστικά δεν μπορεί, διότι η διάταξη της δωρεάς αναφέρεται στην παροχή περιουσιακού ανταλλάγματος, που εδώ δεν υφίσταται, έχει όμως επικρατήσει η θέση πως η διάθεση γεννητικού υλικού συνιστά μια ιδιόμορφη ελευθεριότητα στην οποία θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι διατάξεις της δωρεάς, αναλογικά στο σημείο που αφορά την ευθύνη του δωρητή μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια σε σχέση με τα πιθανά ελαττώματα του γεννητικού υλικού.

 

Μία σειρά, όμως, νομοθετικών ρυθμίσεων που επιβάλλουν την υποχρεωτική διενέργεια κλινικών και εργαστηριακών εξετάσεων που αφορούν τους δότες γεννητικού υλικού, έχει περιορίσει στο ελάχιστο τις περιπτώσεις ευθύνης του δότη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει από νομικής πλευράς και η δήλωση βούλησης του δότη και η οποία αποτυπώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 1459 Α.Κ. Η έγγραφη συναίνεση που απαιτείται για τη διάθεση και την τύχη του γεννητικού υλικού υποδηλώνει ρητά του βούληση του υποκειμένου να δώσει σε τρίτον το γεννητικό του υλικό. Δηλωτικό του δικαιοπρακτικού χαρακτήρα αυτών των δηλώσεων είναι ότι, για τη διάθεση αυτή στην οποία συμφωνεί ο δότης απαιτείται και η μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος (εν προκειμένω του γεννητικού υλικού) 1034 Α.Κ.

 

Εδώ πάλι συναντάμε δύο κατηγορίες διάθεσης. Την απλή δωρεά γεννητικού υλικού (όπου απαιτείται και το υλικό στοιχείο της κατάθεσης του ωαρίου και του σπέρματος) και τη διάθεση του πλεονάζοντος (όπου η δήλωση για τη διάθεση του γεννητικού υλικού τελεί υπό την αναβλητική αίρεση ότι το γεννητικό υλικό θα διατεθεί εφόσον καταστεί πλεονάζον, δηλαδή δε θα χρησιμοποιηθεί πλέον για την τεκνοποιία του δότη και ως εκ τούτου θα διατεθεί). Αυτή η προσέγγιση της διάθεσης του γεννητικού υλικού ως δικαιοπραξία οφείλει να λαμβάνει υπόψιν της όσα ισχύουν για τις δικαιοπραξίες, κυρίως δε τη δυνατότητα ανάκλησης της διάθεσης μέχρι τη χρησιμοποίησή του. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αν κάποιος γιατρός ή μονάδα συμφωνήσει με τον δότη να μην μπορεί να ανακαλέσει τη δήλωση για τη διάθεση του γεννητικού υλικού, η συμφωνία αυτή είναι άκυρη.
Η δήλωση (συναίνεση) βούλησης της διάθεσης του δότη προς τη Μονάδα και η αποδοχή της Μονάδας αποτελούν το ενοχικό υπόβαθρο της διάθεσης υπό το πρίσμα της υποσχετικής δωρεάς. Ο δότης υπόσχεται να διαθέσει το γεννητικό του υλικό, όμως δεν μπορεί να εξαναγκαστεί στην τήρηση αυτής της υπόσχεσης, διότι σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν 3305/05 έχει τη δυνατότητα να την ανακαλέσει.

 

Ο δότης γεννητικού υλικού χάνει τη νομή και την κυριότητα του στο γεννητικό υλικό που διαθέτει; Είναι προφανές σύμφωνα με τα ανωτέρω, πως την κατοχή του γεννητικού υλικού μετά τη λήψη του έχει η Μονάδα ή ακόμη ορθότερα η Τράπεζα Κρυοσυντήρησης. Σύμφωνα με το δίκαιό μας, είναι γνωστό πως τηρείται η ανωνυμία δοτών και ληπτών. Έτσι, δεν μπορεί να υπάρξει με απευθείας σύμβαση διάθεση γεννητικού υλικού, με αποτέλεσμα η επιλογή των ληπτών να γίνεται από τον γιατρό ή τη Μονάδα. Γι΄ αυτό επικράτησε η άποψη που αναφέραμε, πως το γεννητικό υλικό μετά την παραχώρηση ανήκει στην κυριότητα της Μονάδας ή της Τράπεζας Κρυοσυντήρησης η οποία το μεταβιβάζει εν συνεχεία στους λήπτες. Στη συναίνεση του δότη και στην αποδοχή της Μονάδας θα πρέπει να θεωρηθεί πως εμπεριέχονται και οι δηλώσεις των διατάξεων του Α.Κ. για την κτήση κινητού με σύμβαση. Δηλαδή για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού απαιτείται παράδοση της νομής από τον κύριο (δότη) και συμφωνία των δύο (δότη και Μονάδας) ότι μετατίθεται η κυριότητα. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που η Μονάδα ή ο γιατρός προβαίνουν σε παράνομη χρήση του γεννητικού υλικού; Για παράδειγμα, αν αντί να το μεταβιβάσει στους λήπτες, το καταστρέφει ή το χρησιμοποιεί για έρευνα; Στην περίπτωση αυτή δεν προσβάλλεται η κυριότητα του δότη, διότι αυτή έχει μεταβιβαστεί, αλλά προσβάλλεται η προσωπικότητά του, αφού το γεννητικό υλικό πριν το χρονικό σημείο της νόμιμης χρήσης του εξακολουθεί να συνδέεται με την προσωπικότητα του δότη. Υπάρχει και μία δεύτερη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία από τη στιγμή που το γεννητικό υλικό έχει δοθεί σε λήπτες, ενσωματώνει τη δυνατότητα τεκνοποιίας των ληπτών, αφού ανήκει στην δική τους κυριότητα. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε παράνομη καταστροφή ή παράνομη χρήση αυτού προσβάλλει πλέον την κυριότητα των ληπτών.

 

Ομοίως και με τη διάθεση του πλεονάζοντος γεννητικού υλικού. Στη δήλωση του άρθρου 1459 Α.Κ. για τη διάθεση του πλεονάζοντος γεννητικού υλικού, πρέπει να θεωρηθεί, πως περιλαμβάνεται η δήλωση βούλησης που συνιστά την ενοχική σχέση της διάθεσης, όσο και η δήλωση βούλησης της μεταβίβασης της κυριότητας του γεννητικού υλικού. Η κυριότητα του γεννητικού υλικού μεταβιβάζεται στους λήπτες του μόλις εξατομικευθούν κι αρχίσει η θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής με σκοπό τη δική τους τεκνοποιία. Η διάθεση αυτή τελεί υπό διπλή αναβλητική αίρεση. Αφενός θα πρέπει το γεννητικό υλικό να καταστεί πλεονάζον, αφετέρου να χρησιμοποιηθεί για την υποβοήθηση αναπαραγωγής άλλων προσώπων. Αν δεν πληρωθεί η διπλή αυτή αναβλητική αίρεση, το γεννητικό υλικό εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο κυριότητας και στοιχείο προσωπικότητας των προσώπων από τα οποία προέρχεται.
Εν τάχει, θα κάνω μία σύντομη αναφορά για το φλέγον θέμα των ευθυνών του γιατρού ή της Τράπεζας Κρυοσυντήρησης για τη μη τήρηση των διατάξεων σχετικά με την παράνομη διάθεση του γεννητικού υλικού.

 

Η παράνομη χρήση του γεννητικού υλικού υπάρχει όταν παραλείπεται ή παραβιάζεται οποιοσδήποτε νόμιμος όρος. Δηλαδή συναίνεση, τύπος συναίνεσης, η δήλωση του άρθρου 1459 Α.Κ. για την τύχη του κρυοσυντηρημένου γεννητικού υλικού, ενημέρωση, δικαιοπρακτική ικανότητα (αντίληψη δότριας), όρια ηλικίας, έλλειψη οικονομικού ανταλλάγματος. Παρανομία υφίσταται όταν το γεννητικό υλικό δεν χρησιμοποιείται με τρόπο που εκφράζει την αρχική βούληση των δοτών κλπ… ακόμα κι όταν διατεθεί ενώ έχει προηγηθεί ανάκληση της δωρεάς.
Η παράνομη προσβολή της κυριότητας και προσωπικότητας του δότη δύναται να θεμελιώσει αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πάντοτε φυσικά κατά περίπτωση.
Αξίωση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να έχει και ο δότης του οποίου η ταυτότητα έγινε γνωστή.
Το νομικό πεδίο που αναφέρεται στο γεννητικό υλικό είναι ανεξάντλητο και αποτελεί αντικείμενο πολλών σκέψεων και συζητήσεων. Ευτυχώς για μας τους νομικούς, οι επιστήμονες της αναπαραγωγικής ιατρικής και των βιοϊατρικών επιστημών με την αλματώδη εξέλιξη της επιστήμης τους, μας οδηγούν σε νέες ακόμη πιο πρωτοποριακές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα νομικές σκέψεις.

 

Μαίρη Νικολακοπούλου
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος της Ελληνικής Εταιρείας Γονιμότητας και Στειρότητας
και της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρών Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΕΛ.Ε.Ι.Υ.Α)