Πρόσφατη μετα-ανάλυση σε δέκα μελέτες που δημοσιεύθηκε στο ΝΙΗ έδειξε ότι η θεραπεία CBT (Cognitive Behavioral Therapy) ή αλλιώς Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία βελτίωσε σημαντικά το ποσοστό επιτυχίας της εξωσωματικής σε γυναίκες που χρησιμοποιούν την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή για την επίτευξη εγκυμοσύνης.
Η ανάλυση έδειξε ότι οι γυναίκες που έκαναν CBT θεραπεία από επαγγελματίες ψυχολόγους, είχαν περισσότερες πιθανότητες να συλλάβουν κατά τη διάρκεια της θεραπείας της εξωσωματικής διαδικασίας μετά από εμβρυομεταφορά.
Είναι γνωστό ότι η διαδικασία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής φέρνει αντιμέτωπες τις υπογόνιμες γυναίκες και τα υπογόνιμα ζευγάρια γενικότερα με συναισθηματικές δυσκολίες, όπως κατάθλιψη και άγχος.
Για την ανακούφιση του συναισθηματικού φορτίου στα υπογόνιμα ζευγάρια, συστήνονται και εφαρμόζονται διάφορες ψυχολογικές παρεμβάσεις στην κλινική πρακτική, συμπεριλαμβανομένης της Γνωσιακής Συμπεριφορικής Θεραπείας (CBT). Για πρώτη φορά, όμως, έχουμε επιστημονικές ενδείξεις ότι η θεραπεία αυτή μπορεί να επιφέρει οφέλη όχι μόνο στην ψυχολογία των συγκεκριμένων ζευγαριών, αλλά κατ’ επέκταση και στην πορεία της εξωσωματικής, εξηγεί η Κλινική Ψυχολόγος – Βάσω Μακαρώνη.
Τι ακριβώς είναι η CBT;
Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία CBT είναι μια βραχυπρόθεσμη, επικεντρωμένη στις δεξιότητες θεραπεία, που στοχεύει στην αλλαγή των δυσπροσαρμοστικών συναισθηματικών αντιδράσεων, προτρέποντας την αλλαγή συμπεριφορών και σκέψεων του ψυχοθεραπευόμενου, προκειμένου να τον αποφορτίσει από τα συναισθήματα άγχους και κατάθλιψης. Ο στόχος της συγκεκριμένης θεραπεία είναι να διαφοροποιήσει θετικά τις γνωστικές λειτουργίες, τα συναισθήματα και τελικά τα αρνητικά συμπεριφοριστικά μοτίβα.
Είναι βέβαιο ότι η ψυχοθεραπεία βοηθάει τα υπογόνιμα ζευγάρια;
Οι μελέτες διεξήχθησαν σε τέσσερις χώρες και εξέτασαν τα δεδομένα από περίπου 1500 γυναίκες. Τα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσης έδειξαν ότι μετά από γνωσιακή συμπεριφοριστική ψυχολογική παρέμβαση παρατηρούνται αυξημένα ποσοστά επιτυχίας μετά από εμβρυομεταφορά. Παρ ‘όλα αυτά, η σχέση μεταξύ της Γνωσιακής Συμπεριφορικής Θεραπείας και των αποτελεσμάτων εγκυμοσύνης μετά από εξωσωματική χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, σημειώνει η ψυχολόγος. Τα συνολικά αποτελέσματα έδειξαν ότι το ποσοστό εγκυμοσύνης ήταν σημαντικά υψηλότερο στην ομάδα παρέμβασης από ότι στην ομάδα ελέγχου, αλλά σίγουρα χρειάζεται αυτά τα ευρήματα να ενισχυθούν κι από άλλες στοχευμένες μελέτες. Η έρευνα σχετικά με την επίδραση των ψυχολογικών παρεμβάσεων στη συναισθηματική επιβάρυνση των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία εξωσωματικής δεν είναι επαρκής. Απαιτείται μια μεγάλης κλίμακας, καλά σχεδιασμένη και πολυκεντρική κλινική δοκιμή για να επιβεβαιωθούν τα πρώτα αυτά ευρήματα.
«Είναι σίγουρα ενθαρρυντικό ότι έχουν προκύψει κάποια πρώτα συμπεράσματα τα οποία έχουν ανοίξει τον δρόμο για να ακολουθήσουν κι άλλα, έτσι ώστε να μπορούμε οι ειδικοί ψυχικής υγείας να καθοδηγούμε τα υπογόνιμα ζευγάρια για την ψυχολογική τους υποστήριξη ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της εκάστοτε εξωσωματικής», σχολιάζει η κα Μακαρώνη.
Ποια είναι η εξήγηση για την αύξηση των ποσοστών επιτυχίας της εξωσωματικής μετά από ψυχοθεραπεία;
Συνολικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία και γενικά οι θεραπείες που σχετίζονται με τη γνωστική λειτουργία ανακουφίζουν τα συναισθηματικά βάρη, όπως το στρες, η δυσφορία και το άγχος, που είναι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την επιτυχία της εξωσωματικής.
Είναι σημαντικό ότι στην μετα-ανάλυση αναφέρθηκε ότι η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία βελτιώνει τη συναισθηματική κατάσταση σε υπογόνιμα ζευγάρια. Αυτό μπορεί να επηρεάζει θετικά ακόμα και το ορμονικό σύστημα, που σχετίζεται με τη σειρά του με τις αναπαραγωγικό δυναμικό, καθώς γνωρίζουμε ότι τα επίπεδα των ορμονών είναι ευαίσθητα στο στρες.
Τα αποτελέσματα πάντως της εν λόγω μετα-ανάλυσης υποδεικνύουν ότι η θεραπεία CBT που παρέχεται από επαγγελματίες ψυχολόγους συνιστάται από τους ειδικούς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στα υπογόνιμα ζευγάρια για την ψυχολογική τους υποστήριξη κατά τη διάρκεια της κλινικής πρακτικής, καθ ‘όλη τη διάρκεια του κύκλου εξωσωματικής και μπορεί να επηρεάσει θετικά τόσο την ψυχολογία των θεραπευόμενων, όσο και εν δυνάμει τα αποτελέσματα της