Νiκος Χριστοφορiδης, MD, MSc, FRCOG.
Χειρουργός Μαιευτήρας Γυναικολόγος, Ειδικός Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Κλινικός και Επιστημονικός Διευθυντής Embryolab.
Η σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και αναπαραγωγικής υγείας είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό και κρίσιμο θέμα στη σύγχρονη εποχή. Καθώς η βιομηχανική ανάπτυξη και η αστικοποίηση συνεχίζουν να αυξάνονται, οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία λόγω ρύπανσης γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς. Μελέτες δείχνουν ότι οι περιβαλλοντικοί ρύποι, όπως η ατμοσφαιρική και η υδάτινη ρύπανση, καθώς και η ευρεία κυκλοφορία χημικών και πλαστικών ουσιών, μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην αναπαραγωγική υγεία των ανδρών και των γυναικών, επηρεάζοντας τη γονιμότητα και τις προοπτικές μιας εγκυμοσύνης.
Ατμοσφαιρική Ρύπανση
Μία από τις συχνότερες μορφές ρύπανσης του περιβάλλοντος, η ατμοσφαιρική ρύπανση, αποτελεί σημαντικό παράγοντα επιβάρυνσης για την ανθρώπινη υγεία, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να εκτιμά πως έως και 92% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα ζει σε ένα περιβάλλον επιβαρυμένου αέρα.
Ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας και παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον, ο αέρας που αναπνέουμε επιβαρύνεται μέσα από διάφορες οδούς. Καύση ορυκτών καυσίμων, εξατμίσεις μηχανικών κινητήρων, εργοστασιακές δραστηριότητες και συσσώρευση βαρέων μετάλλων δημιουργούν επικίνδυνα τοξικά μείγματα στην ατμόσφαιρα. Η συστηματική έκθεση των ανθρώπων αναπαραγωγικής ηλικίας είναι αναπόφευκτη, με πιο κρίσιμα τα στάδια προσπάθειας για εγκυμοσύνη, αλλά και την εξέλιξή της.
Αιωρούμενα σωματίδια στην ατμόσφαιρα επιδρούν αρνητικά στη λειτουργία τόσο των ωοθηκών, όσο και των όρχεων, με αποτέλεσμα την αύξηση της υπογονιμότητας και των αποβολών στη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης. Ειδικότερα, η έκθεση σε χημικά αέρια, όπως τα οξείδια του αζώτου και του θείου, αλλά και σε πτητικές οργανικές ενώσεις, έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση φλεγμονών στο σώμα, με αποτέλεσμα διαταραχές στην κυτταρική λειτουργία και φυσιολογία.
Επιπλέον, πολλοί ρύποι της ατμόσφαιρας έχουν δράση παρόμοια με αυτή των ορμονών του σώματος, λειτουργώντας ανταγωνιστικά στη δράση ορμονών, όπως για παράδειγμα των οιστρογόνων και των ανδρογόνων, ορμονών ιδιαίτερα κρίσιμων για τη φυσιολογική λειτουργία της αναπαραγωγής.
Τα αποθέματα των λειτουργικών ωαρίων μιας γυναίκας μειώνονται φυσιολογικά με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, έχει αναφερθεί πως η έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους, και κυρίως σε αιωρούμενα μικροσωματίδια, αυξάνει τον ρυθμό απώλειας των αποθεμάτων των ωαρίων μίας γυναίκας. Κάτι τέτοιο γίνεται πιο ανησυχητικό, αν αναλογιστούμε πως η απόφαση για έναρξη οικογένειας, σε πολλές περιπτώσεις, μετατίθεται σε μια μελλοντική στιγμή για πολλούς και διαφορετικούς λόγους για τον καθένα.
Επιπλέον, σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα του αέρα που αναπνέουμε αποτελεί και το βενζόλιο, παράγωγο της καύσης του τσιγάρου. Ένα χημικό μόριο που δρα τοξικά σε διάφορα επίπεδα της αναπαραγωγικής λειτουργίας, προκαλώντας ορμονικές διαταραχές και επηρεάζοντας αρνητικά μέχρι και την αποτελεσματικότητα της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Γυναίκες που κάνουν θεραπεία υποβοήθησης με εξωσωματική γονιμοποίηση, όταν εκτίθενται στο βενζόλιο και τα παράγωγα της καύσης του καπνού, παράγουν μικρότερο αριθμό ωαρίων και έχουν μειωμένες πιθανότητες επιτυχίας.
Αντίστοιχες επιβαρύνσεις καταγράφονται και στην ανδρική αναπαραγωγική λειτουργία. Μειωμένη συγκέντρωση και κινητικότητα των σπερματοζωαρίων προκαλεί η έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους, η εισπνοή των οποίων κινητοποιεί μηχανισμούς φλεγμονής και οξειδωτικού στρες στα σπερματοζωάρια, με αποτέλεσμα την εκδήλωση υπογονιμότητας και διαταραχών της αναπαραγωγικής υγείας.
Ρύπανση Υδάτων
Ένα άλλο μέσο με το οποίο επηρεάζεται η αναπαραγωγική μας υγεία σήμερα αποτελεί η έκθεση στη ρύπανση των υδάτων.
Χημικές ενώσεις, όπως βαρέα μέταλλα, εντομοκτόνα, φυτοφάρμακα, βιομηχανικά χημικά παράγωγα, μολύνουν συχνά τα υδάτινα οικοσυστήματα και τα συστήματα ύδρευσης, προκαλώντας ένα πλήθος δυσμενών επιπτώσεων στην αναπαραγωγική υγεία.
Κατανάλωση νερού επιβαρυμένου με αντίστοιχες χημικές ενώσεις οδηγεί σε δυσλειτουργία τις ορμονικές λειτουργίες του σώματος. Τα χημικά αυτά έχουν την ικανότητα να μιμούνται τη δράση των οιστρογόνων και να διαταράσσουν τη λειτουργία της ωορρηξίας σε μία γυναίκα. Αλλά και στον άνδρα, γνωρίζουμε ότι η έκθεση σε νερό που περιέχει χημικούς ρύπους έχει ως αποτέλεσμα πτώση στα επίπεδα τεστοστερόνης, μείωση της παραγωγής του σπέρματος και της ικανότητας να γονιμοποιήσει ένα ωάριο, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην έναρξη μιας εγκυμοσύνης και την υπογονιμότητα.
Χημικές ενώσεις, όπως η δισφαινόλη Α, που χρησιμοποιείται ευρέως σε πλαστικές συσκευασίες, όπως και τα πολυφθοροαλκύλια, γνωστά και ως αιώνια χημικά, λόγω της συσσώρευσής τους στο περιβάλλον χωρίς να βιοδιασπώνται, καταφέρνουν μέσω της υδάτινης οδού να εισέλθουν στην κυκλοφορία του σώματός μας και να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες στη λειτουργία τόσο των ωοθηκών, όσο και των όρχεων.
Παράγοντα επιβαρυντικό αποτελεί και η έκθεση σε βαρέα μέταλλα στο πόσιμο νερό, όπως ο μόλυβδος και ο υδράγυργος, καθώς φαίνεται πως επιδρούν αρνητικά στην αναπαραγωγική υγεία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, άνδρες που εκτίθενται σε βαρέα μέταλλα στο πόσιμο νερό πάσχουν πιο συχνά από υπογονιμότητα, κυρίως λόγω ολιγοσπερμίας, μειωμένης δηλαδή παραγωγής σπέρματος, αλλά και λόγω διαταραχών στη σεξουαλική λειτουργία.
Ενδοκρινικοί Διαταράκτες
Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες είναι μία σημαντική κατηγορία περιβαλλοντικών ρύπων που παρεμβαίνουν στη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και των ορμονών που εκκρίνουν. Οι ουσίες αυτές βρίσκονται σε πολλά προϊόντα καθημερινής χρήσης, όπως σε πλαστικά αντικείμενα, σε προϊόντα προσωπικής φροντίδας, όπως και σε οικιακά καθαριστικά. Συχνά παραδείγματα ενδοκρινικών διαταρακτών αποτελούν η δισφαινόλη Α (ΒΡΑ) και οι φθαλικές ενώσεις, ουσίες που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία πλαστικών συσκευασιών, όπως και στην παραγωγή αρωμάτων και αρωματικών προϊόντων.
Η βισφαινόλη Α έχει αποτελέσει αντικείμενο εντατικής έρευνας, καθώς συστηματική έκθεση σε αυτήν έχει συσχετιστεί με ορμονικά προβλήματα στη γυναικεία αναπαραγωγή, και πιο συκγκεριμένα, με μειωμένα αποθέματα ωαρίων και υπογονιμότητα. Ο τρόπος που δρα η δισφαινόλη Α είναι παρόμοιος με αυτόν των οιστρογόνων. Πρόκειται, δηλαδή, για χημική ουσία που ανταγωνίζεται τις φυσικές ορμόνες του σώματος, προκαλώντας μία σύγχυση στην αναγνώριση των αληθινών ορμονών με αυτές των πλαστικών χημικών.
Στους άνδρες, η έκθεση στη δισφαινόλη Α έχει συσχετιστεί με μειωμένη παραγωγή σπέρματος, αλλά και με ασθενοσπερμία, με μείωση της κινητικότητας, δηλαδή, των σπερματοζωαρίων.
Οι φθαλικές ενώσεις, χημικά μόρια που χρησιμοποιούνται ευρέως στην παραγωγή προϊόντων προσωπικής φροντίδας, όπως τα σαμπουάν και τα αρωματισμένα προϊόντα, έχουν επίσης συσχετιστεί με αρνητικές επιπτώσεις στην αναπαραγωγική υγεία.
Στις γυναίκες, έκθεση στις φθαλικές ενώσεις μπορεί να έχει ως συνέπεια διαταραχές της περιόδου και της ωορρηξίας, όπως αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία των ωοθηκών, με πιο χαρακτηριστική επίδραση στα αποθέματα των λειτουργικών ωαρίων.
Παράλληλα, σύμφωνα με πρόσφατα μελέτες, άνδρες που εκτίθενται σε φθαλικές ενώσεις μπορεί να παρουσιάσουν μείωση της τεστοστερόνης τους, όπως και μειωμένη παραγωγή σπέρματος και υπογονιμότητα.
Βαρέα Μέταλλα
Πρόκειται για ειδική κατηγορία μετάλλων που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανική παραγωγή, στις αγροτικές και γεωργικές δραστηριότητες, όπως και σε αριθμό καταναλωτικών προϊόντων λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών που έχουν. Μόλυβδος, υδράργυρος, αρσενικό, αποτελούν αναγνωρισμένους χημικούς ρύπους που επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία και ειδικότερα την αναπαραγωγική υγεία.
Στις γυναίκες, η έκθεση σε βαρέα μέταλλα μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές επιπτώσεις την αναπαραγωγική υγεία, μέσω διαταραχής των ορμονικών λειτουργιών, καθώς ανταγωνίζονται τη δράση των φυσικών ορμονών και παρεμβάλλονται στη φυσιολογική επικοινωνία των κυττάρων στη λειτουργία της αναπαραγωγής.
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, γυναίκες που εκτέθηκαν σε μόλυβδο εμφάνισαν αυξημένη συχνότητα διαταραχών περιόδου και υπογονιμότητα, ενώ σημαντική ήταν και η συσχέτιση με μειωμένα αποθέματα λειτουργικών ωαρίων.
Στους άνδρες, έκθεση σε βαρέα μέταλλα φάνηκε να συσχετίζεται με πτώση των επιπέδων της τεστοστερόνης και μειωμένη παραγωγή σπέρματος, με τη μορφή της ολιγοσπερμίας.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των βαρέων μετάλλων είναι η ικανότητά τους να συσσωρεύονται και να προκαλούν οξειδωτικό στρες στα σπερματοζωάρια, με αποτέλεσμα ο κατακερματισμός του DNA να αυξάνεται και να προκαλείται τελικά υπογονιμότητα.
Μετά από έκθεση στον υδράργυρο, όπως και στο κάδμιο, παρατηρήθηκαν αυξημένες πιθανότητες εκδήλωσης χαμηλής κινητικότητας του σπέρματος, όπως και αυξημένη πιθανότητα γέννησης παιδιών με κάποια συγγενή ανωμαλία.
Περιβαλλοντικοί Ρύποι και Εξωσωματική Γονιμοποίηση
Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η σχέση περιβαλλοντικών ρύπων και εξωσωματικής γονιμοποίησης. Καθώς η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις, αποτελώντας ταυτόχρονα μια αποτελεσματική παρέμβαση στο πρόβλημα της υπογονιμότητας, έχει σημασία να μελετήσουμε την επίπτωση των περιβαλλοντικών παραγόντων στα αποτελέσματα της θεραπείας και στην πιθανότητα εγκυμοσύνης.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ερευνητικά δεδομένα, η έκθεση σε περιβαλλοντικούς ρύπους μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μείωση των πιθανοτήτων επιτυχίας, καθώς φαίνεται να επηρεάζονται αρνητικά τόσο οι αριθμοί των ωαρίων που παράγονται, όσο και οι αριθμοί των εμβρύων που θα αξιοποιηθούν τελικά για να εμφυτευθούν στη μήτρα μιας γυναίκας.
Αν και η δράση των ενδοκρινικών διαταρακτών φαίνεται να είναι αρνητική στη λειτουργία του γεννητικού συστήματος, απαιτούνται περισσότερες μελέτες πριν καταλήξουμε σε μία πιο ξεκάθαρη σχέση με την πιθανότητα επιτυχίας μιας θεραπείας εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ωστόσο, μέχρι τότε, ο περιορισμός στην έκθεση των παραγόντων αυτών θεωρείται μια λογική πράξη πρόληψης, κυρίως στο χρονικό στάδιο της προετοιμασίας έναρξης μιας εγκυμοσύνης.
Ανάγκη για ευαισθητοποίηση και ενημέρωση και παρεμβάσεις
Η σχέση περιβαλλοντικών ρύπων και αναπαραγωγικής υγείας υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για ευαισθητοποίηση και ενημέρωση του κοινού για το θέμα αυτό, όπως και την ανάγκη υιοθέτησης κατάλληλων μέτρων και παρεμβάσεων για τον έλεγχο των παραγόντων αυτών.
Έμφαση πρέπει να δοθεί στην εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την προέλευση των ρύπων αυτών και των επιπτώσεων που έχουν στην αναπαραγωγική υγεία.
Τέλος, παρεμβάσεις της πολιτείας με τη μορφή ρυθμίσεων και κανονισμών μπορούν να λειτουργήσουν θετικά στην προσπάθεια για περιορισμό της έκθεσης σε αναγνωρισμένους ρύπους, λειτουργώντας σε επίπεδο ελέγχου εκπομπών αερίων, χημικών ουσιών και πλαστικών στην ευρύτερη βιομηχανική δραστηριότητα.
Νiκος Χριστοφορiδης, MD, MSc, FRCOG, Χειρουργός – Μαιευτήρας Γυναικολόγος.
Κλινικός Και Επιστημονικός Διευθυντής Embryolab Fertility Clinic.