Δρ. Άννα Κανδαράκη
Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Όλες οι αλήθειες του σήμερα για τη γυναίκα που θέλει ή δεν θέλει να γίνει μητέρα.
Για εκείνη που προσπαθεί διακαώς και με όλους τους τρόπους να αποκτήσει παιδί ή ακόμα το σκέφτεται.
Για εκείνη που εξετάζει τις εναλλακτικές της ή γυρίζει την πλάτη στις κοινωνικές προσδοκίες που συνδέονται με τη μητρότητα (κι ας ξέρει ότι θα δεχτεί πισωμαχαιρώματα).
Οι πιο σύγχρονες και διαφωτιστικές απαντήσεις «ever» από την Ψυχολόγο-Ψυχοθεραπεύτρια Άννα Κανδαράκη, για τη μητέρα που τελικά όλοι (με ή χωρίς παιδιά) κρύβουμε μέσα μας.
Συνέντευξη : Φλώρα Κασσαβέτη
Κυρία Κανδαράκη, θα ξεκινήσω τη συνέντευξη με την κλασική ερώτηση. Πότε μια γυναίκα είναι έτοιμη να γίνει μητέρα; Υπάρχει τελικά απάντηση σε αυτό το ερώτημα;
Ίσως το πιο σημαντικό που θυμάμαι από τα χρόνια που σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι, ήταν ότι δεν υπάρχει «μια γυναίκα» ή «ένας άντρας», «μια κατάθλιψη» ή «μια κρίση πανικού». Υπάρχει «η κατάθλιψη της Χριστίνας». Η «κατάθλιψη της Χριστίνας» που είναι εντελώς διαφορετική από «την κατάθλιψη της Μαρίας». Τι θέλω να πω με αυτό; Θέλω να πω ότι δεν υπάρχει τίποτα ολοκληρωτικά καθολικό σε κάτι τόσο προσωπικό και μοναδικό όπως η ψυχική υγεία και αντίστοιχα η εσωτερική μας επιθυμία. Γιατί η πρώτη, πιστέψτε με, επηρεάζεται πάρα πολύ από τη δεύτερη.
Αν δηλαδή σέβεσαι, ακούς, εκφράζεις την επιθυμία σου, είναι καθοριστικό για την ψυχική σου υγεία.
Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο εντάσσεται και η επιθυμία για μητρότητα. Δεν υπάρχει λοιπόν καθολική απάντηση για το πότε και το αν μια γυναίκα είναι έτοιμη να γίνει μητέρα.
Βιολογικά οι γυναίκες είναι έτοιμες με την εμφάνιση της εμμήνου ρύσεως, μόλις δηλαδή έρθει η περίοδος. Ψυχικά, όμως, είναι μια εντελώς διαφορετική διαδικασία, που περνάει μέσα από τα βιώματα, αλλά και τις βαθύτερες επιθυμίες της κάθε γυναίκας σ’ αυτό το τόσο προσωπικό ζήτημα που λέγεται μητρότητα.
Γνωρίζουμε τους πρακτικούς λόγους που οι γυναίκες αναβάλλουν τη μητρότητα: σπουδές, καριέρα, αναζήτηση κατάλληλου συντρόφου. Θέλετε να μας πείτε περισσότερα για τους ψυχολογικούς λόγους που δεν είναι και τόσο γνωστοί; Ποια είναι τα ψυχολογικά «μαγκώματα» της γυναίκας που αναβάλλει τη μητρότητα.
Δηλαδή, «οι ψυχολογικοί λόγοι» δεν είναι αποκομμένοι από τους «πρακτικούς». Η ψυχολογία δεν είναι μια θεωρητική και αόριστη επιστήμη. Έχει να κάνει με την πραγματική, «χειροπιαστή» ζωή. Αν δηλαδή μια γυναίκα επιθυμεί να σπουδάσει, να έχει ολοκληρώσει έναν πρώτο κύκλο για να περάσει στον επόμενο, δεν μπορεί το ένα να μην επηρεάσει το άλλο. Από την άλλη πλευρά, το τι καταγραφές έχει μια γυναίκα από τη δική της μητέρα, από τη γονεϊκότητα και τη συντροφικότητα, πόσο έχει αγκαλιάσει και πόσο έχει αγκαλιαστεί σαν παιδί, πόσο έχει νιώσει την τρυφερότητα, πόσο έχει ή όχι καταγράψει τη μητρότητα ως φορτίο, ως θυσία, εγκλωβισμό ή μοίρασμα και εξέλιξη, όλα αυτά παίζουν έναν ρόλο στην απόφαση αυτή. Το τι κάνει μια γυναίκα χαρούμενη ή όχι, δεν μπορεί να μπει σε στενά στερεότυπα. Εξάλλου, δεν υπάρχει καθολική ευτυχία, ο κάθε ένας τη φτιάχνει με τα δικά του προσωπικά υλικά.
Για πολλούς, λοιπόν, και διαφορετικούς λόγους οι γυναίκες καθυστερούν να γίνουν μητέρες. Όταν, όμως, πλέον το βιολογικό ρολόι χτυπά, κάποιες στρέφονται προς αυτόν τον στόχο με αρκετό άγχος για το αν θα τα καταφέρουν, ακόμα και με τη βοήθεια της επιστήμης. Θέλετε να μας εξηγήσετε τον βαθμό και την ποιότητα αυτού το άγχους;
Το γράφω και στο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα και εστιάζει πολύ στη μητρότητα και τη γονεϊκότητα, ότι δεν έχω δει πότε μια γυναίκα να επιθυμεί τόσο βαθιά, σίγουρα και απόλυτα τη μητρότητα όσο εκείνη που δυσκολεύεται στην πραγμάτωσή της. Κι αυτό είναι λογικό, επειδή κάθε αρχή, κάθε επιλογή, όπως είναι και οφείλει να είναι η μητρότητα, έχει και πολλές απώλειες και πολλά πένθη. Απώλεια της ξεγνοιασιάς, της παιδικότητας της ανεμελιάς. Αυτά τελειώνουν χωρίς επιστροφή.
Από την άλλη, έχει χαρές που συγκινούν βαθιά εκείνη τη γυναίκα που το επιθυμεί και το αίσθημα ότι «δεν μπορώ να το καταφέρω» πολλές φορές οδηγεί σε ακραίες ψυχικές διακυμάνσεις. Ενοχές, θυμός, απογοήτευση, κούραση, ανεπάρκεια, ελπίδα, και πάμε από την αρχή. Ότι «άργησα», ότι «εγώ φταίω», ότι «δεν είμαι αρκετή», ότι «τιμωρούμαι». Είναι πολύ βαθιά ριζωμένη η πεποίθηση ότι μια γυναίκα χωρίς παιδί είναι λειψή, είναι ημιτελής ή ότι ο προορισμός της είναι η τεκνοποίηση.
Δεν έχουμε πετάξει από πάνω μας αυτά τα στερεότυπα. Θέλει, όμως, προσοχή να μη γίνει τελικά το ζητούμενο μόνο η υλοποίηση, η πραγμάτωση και χάσουμε την επιθυμία της μητρότητας. Έχω δει γυναίκες που έχουν παλέψει τόσο πολύ, που τελικά όταν τα καταφέρνουν, δεν έχουν αντοχή για την ίδια τη μητρότητα, για τη σχέση. Νιώθουν ότι το «χρέος» τους το έκαναν.
Μόνο που η μητρότητα δεν είναι χρέος ή τουλάχιστον δεν οφείλει να είναι.
Θεωρείτε ότι είναι πιο στρεσογόνο για μια γυναίκα να θέλει να αποκτήσει παιδί, ενώ δεν έχει βρει τον κατάλληλο σύντροφο; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε αυτήν την περίπτωση είναι διπλό το στρες;
Αρχικά να υπενθυμίσουμε ότι ο τρόπος που επιθυμεί η κάθε γυναίκα να γίνει μητέρα δεν είναι καθολικός. Άλλη γυναίκα θα πει «θέλω ένα παιδί με το σύντροφο που αγαπώ», με συγκεκριμένες προϋποθέσεις, άλλη γυναίκα, με τη σειρά της, θα πει «θέλω ένα παιδί χωρίς να είναι προϋπόθεση η συντροφικότητα».
Το πρώτο που μ΄ ενδιαφέρει να καταγραφεί είναι ότι ο κάθε ένας που επιθυμεί τη μητρότητα, αλλά και γενικά τη γονεϊκότητα, έχει σημασία να κάνει στον εαυτό του σημαντικές ερωτήσεις:
Γιατί επιθυμώ ένα παιδί; Γιατί τώρα;
Για εμένα; Για εκείνο; Για τον σύντροφο; Για τους γονείς μου;
Είναι πολλά που μπλέκονται μέσα μας, κάθε φορά που κάνουμε αυτές τις ερωτήσεις στις αντίστοιχες συνεδρίες.
Αν για μια γυναίκα η μητρότητα έρχεται μόνο μέσα από τη συντροφικότητα, τότε ναι, το στρες είναι διπλό. Γιατί αισθάνεται ότι ο χρόνος τελειώνει, ότι θα πρέπει να γίνουν γρήγορα κάποια βήματα που κανονικά θέλουν χρόνο, όπως η γνωριμία ή η κοντινότητα, το μοίρασμα και το χτίσιμο μιας σχέσης. Όλα αυτά μπαίνουν στο «fast forward», για να περάσουμε γρήγορα στην υλοποίηση της τεκνοποίησης.
Η επιθυμία για το τι θέλω στη ζωή μου, για το πού βρίσκομαι τώρα, είναι σημαντικό και καθοριστικό να το επικοινωνήσουμε από την αρχή σε μια σχέση.
Μια γυναίκα που είναι σε αναζήτηση συντρόφου και ταυτόχρονα υποψήφιου μπαμπά, τι χρειάζεται να προσέξει; Θεωρείτε ότι μπορεί πιο εύκολα να συμβιβαστεί με έναν σύντροφο μακριά από τις προσδοκίες της μόνο και μόνο γιατί μπορεί να είναι θετικός στη δημιουργία οικογένειας; Και τι παγίδες μπορεί να κρύβει αυτό; Μπορεί μια γυναίκα να αναγκαστεί να κάνει έκπτωση στα κριτήρια επιλογής κατάλληλου συντρόφου λόγω του άγχους να γίνει μητέρα;
Είναι πολύ συχνό. Και είναι λυπηρό, επειδή δίχως να το καταλαβαίνει, την ίδια εκείνη στιγμή κάνει το πρώτο στραβοπάτημα της γονεϊκότητας. Βάζει «πρώτο το παιδί» από εκείνη. «Θυσιάζεται για το παιδί της». Που τώρα είναι μεν η δική της επιθυμία, αλλά στην ουσία μετά θα πρέπει να υπομένει και να ανέχεται έναν άνθρωπο που δεν επιθυμεί για χάρη του παιδιού. Βάζει τον εαυτό της, την επιθυμία της, την ύπαρξη της, το αύριό της, σε δεύτερη μοίρα.
Το συναντώ συχνά, όταν είναι η γυναίκα σε μια ηλικία που νιώθει ότι πρέπει να βιαστεί, τελικά να λειτουργεί με το «όποιος είναι διαθέσιμος» ή ενώ έχει δει ότι τελικά δεν είναι χαρούμενη μ΄ έναν σύντροφο, να δυσκολεύεται να αποχωρήσει από τη σχέση επειδή σκέφτεται το ενδεχόμενο ότι δε θα «προλάβει». Και είναι ανθρώπινο, αλλά μετά τον ερχομό του παιδιού διογκώνονται τα προβλήματα.
Έχω συναντήσει και περιπτώσεις που η απόφαση είναι συνειδητή, ότι εμάς μας ένωσε η επιθυμία μας για παιδί, δεν ταιριάζαμε στα υπόλοιπα και σύντομα πάψαμε να είμαστε σύντροφοι, μείναμε γονείς και παραμείναμε μαζί για να μεγαλώσουμε το παιδί μας.
Ενέχει κινδύνους αυτό;
Ενέχει από τη μια τον κίνδυνο το παιδί να καταγράψει ότι αυτό είναι ο έρωτας, αυτή είναι η συντροφικότητα, δηλαδή απόσταση, σιωπή, απουσία τρυφερότητας, και από την άλλη να «κρεμάσουμε» στο παιδί μας ανάγκες που δεν αναλογούν στον ρόλο του. Δηλαδή, να έρχεται να κοιμάται μαζί μας, να ζητάμε να μας παρηγορήσει, να μας καθησυχάσει μέσα μας. Εκεί δημιουργούνται άλλα ζητήματα.
Κυρία Κανδαράκη, θεωρείτε ότι είναι φυσιολογικό μια γυναίκα να μη θέλει να γίνει μητέρα ποτέ στη ζωή της;
Απολύτως! Σε ομιλία μου στο πανελλήνιο συνέδριο ψυχοθεραπείας μιλάω για τους ακόμα άγνωστους όρους «childless» και «childfree». Τη διαφορά ανάμεσα στην ακούσια και την εκούσια ατεκνία. Μέχρι πρόσφατα τις ταυτίζαμε, ότι μια γυναίκα που δεν έχει παιδί είναι καθολικά «childless», δηλαδή κάτι της λείπει που θα έπρεπε να το έχει, όπως ο ορισμός του homeless. Σταδιακά αρχίζει να επιτρέπεται σε μια γυναίκα να μιλήσει για την επιθυμία στη μη επιθυμία της. Επιτρέπεται να μπορεί να είναι «free» και όχι «less».
Μια γυναίκα, δηλαδή, για να χρησιμοποιήσω τον όρο που μόλις αναφέρατε, μπορεί να είναι childfree και να είναι απόλυτα εντάξει;
Ναι, είναι απόλυτα εντάξει και δεν χρειάζεται να απολογηθεί γι’ αυτό, καθώς το σώμα της, αλλά και η ζωή της είναι μια απόλυτα προσωπική υπόθεση.
Και ποια η αντίδραση της κοινωνίας και του στενού περιβάλλοντος απέναντι σε αυτές τις γυναίκες;
Η βιβλιογραφία και η κλινική πράξη δείχνει ότι ακόμα είμαστε πολύ καχύποπτοι σε αυτό, σαν να μην το επιτρέπουμε, σαν οι γυναίκες να έχουν έρθει σ ΄αυτόν τον κόσμο με συγκεκριμένο καθολικό προορισμό. Να τεκνοποιήσουν. Πόσο άδικο!
Άρα θεωρείται ότι υπάρχει ταμπού στο ζήτημα της μητρότητας και της ακούσιας ή εκούσιας ατεκνίας;
Υπάρχει τεράστιο ταμπού στο ζήτημα της μητρότητας, της ακούσιας και εκούσιας ατεκνίας. Οι ίδιες οι γυναίκες δυσκολεύονται να παραδεχτούν την απόλυτα φυσιολογική αμφιθυμία στο τεράστιο ζήτημα της μητρότητας ή ακόμα ακόμα και τη μη επιθυμία. Νιώθουν μη φυσιολογικές και όχι άδικα, μιας και η βιβλιογραφία όντως επιβεβαιώνει ότι υπάρχει τέτοια αντίληψη για τις γυναίκες που δεν έχουν παιδιά. Αν δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδί, χαρακτηρίζονται απελπισμένες, εάν δεν θέλουν να αποκτήσουν παιδί, εγωίστριες. Κάτι που βεβαίως δεν επιβεβαιώνεται ούτε βιβλιογραφικά ούτε μέσα από την κλινική εμπειρία.
Καμία στατιστικά σημαντική διαφορά δεν εντοπίζεται σε ζητήματα ψυχοπαθολογίας σε γυναίκες με ή χωρίς παιδιά. Πόση σημασία έχει να ανοίξει κι αυτό ένα τεράστιο κεφάλαιο: της μητρότητας και της ψυχικής υγείας της γυναίκας κατά την περιγεννητική περίοδο. Έχω τη χαρά να είμαι ιδρυτικό μέλος, μαζί με τον καθηγητή Γιάννη Ζέρβα, στην Εταιρεία Ψυχικής Υγείας της Γυναίκας, και εκεί βλέπουμε πόση σημασία έχει να απενοχοποιηθεί η δυσκολία της νέας μητέρας στο μεγάλωμα του παιδιού, σπάζοντας το ατυχές πρότυπο της «τέλειας μανούλας», που τα κάνει όλα τέλεια και είναι πανευτυχής. Η νέα μητέρα έχει πολλές διακυμάνσεις στο χτίσιμο αυτής της νέας μητρικής ταυτότητας και νοοτροπίας, όπως την ορίζει ο ψυχαναλυτής D. Stern, καθώς μαζί με τη νέα ζωή βιώνει και πένθος για δικές της απώλειες, όπως της ανεμελιάς και της δικής της παιδικότητας.
Οι εναλλακτικές που δίνει η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, όπως μονογονεϊκότητα με μωρό που αποκτά μια γυναίκα με σπέρμα δότη, θεωρείτε ότι αποφορτίζει τη γυναίκα από το άγχος αναζήτησης κατάλληλου συντρόφου;
Πάλι θα αποφύγω να δώσω μια καθολική απάντηση, καθώς έχω συναντήσει γυναίκες να νιώθουν ανακούφιση που τους δίνεται αυτή η επιλογή, έχω όμως συναντήσει και περιπτώσεις που καταγράφεται σαν αποτυχία, σαν ένδειξη αδυναμίας να αγαπήσουν και ν΄ αγαπηθούν. Θέλει μεγάλη προσοχή πριν τελικά προχωρήσουν σε αυτό το σημαντικό βήμα. Πρέπει να γίνει μια σωστή επεξεργασία, διότι, εάν από πίσω κρύβεται ένα αίσθημα αδικίας, αποτυχίας, θυμού, μπορεί να μεταφερθεί στο αγέννητο ακόμα παιδί μια προσδοκία «εσύ θα μ’ αγαπήσεις, όπως δε με αγάπησε κανένας άλλος» ή «εσύ θα δώσεις νόημα στη ζωή μου». Αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πολύ επικίνδυνο.
Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι η μητρότητα δεν είναι ταυτότητα, είναι ρόλος. Ένας ρόλος που αλλάζει, μεταλλάσσεται και εξελίσσεται ανάλογα και με την αναπτυξιακή φάση του παι διού. Στην αρχή είναι μεγάλος ο ρόλος, όσο το παιδί είναι μικρό και στη συνέχεια μικραίνει ο ρόλος και ξανά μεγαλώνουν οι άλλοι ρόλοι της γυναίκας, της επαγγελματία, της συντρόφου, της φίλης. Διαφορετικά, το γράφω και μέσα στο βιβλίο, «κρεμιέσαι από τον εμπορικό τίτλο μανούλα για να μπορέσεις να υπάρξεις». Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι η μητρότητα δεν είναι ταυτότητα, είναι ρόλος.
Μια γυναίκα που θέλει να γίνει μητέρα θα πρέπει να γνωστοποιήσει αμέσως, χωρίς χάσιμο χρόνου, τα θέλω της στη νέα της σχέση;
Αυτή είναι μια ερώτηση που την ακούω πολύ συχνά μέσα στη θεραπευτική συνεδρία. Συνήθως ακολουθεί το πολύ ανθρώπινο «δεν θα φοβηθεί;» «Mήπως με θεωρήσει γυναικούλα;» και δεν καταλαβαίνουμε ότι «γυναικούλα» και αντίστοιχα «αντρούλης», είναι εκείνη και εκείνος που δεν τολμά να μοιραστεί την επιθυμία του, που θα προσπαθήσει με ύπουλους και υπόγειους τρόπους να καταφέρει αυτό που θέλει. Όχι να μιλήσει ανοιχτά, χωρίς φόβο και ενοχή γι’ αυτό που επιθυμεί.
Η επιθυμία για το τι θέλω στη ζωή μου, για το πού βρίσκομαι τώρα είναι σημαντικό και καθοριστικό να το επικοινωνήσουμε από την αρχή σε μια σχέση. Προσέξτε, το να λέω σε κάποιον ότι επιθυμώ τη μητρότητα και τη γονεϊκότητα δεν σημαίνει ότι την επιθυμώ μαζί σου, σημαίνει ότι θέλω να πάω προς αυτή την κατεύθυνση. Το αν θα πάμε μαζί, είναι μια άλλη ιστορία, που έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες: αν ταιριάζουμε, αν συμφωνούμε στο βλέμμα μας στη ζωή. Είναι ίσως μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει μια σχέση, το να κοιτάζουμε στην ίδια κατεύθυνση, να θέλουμε να πάμε στον ίδιο προορισμό. Το αν θα μας βγει το ταξίδι, είναι μια άλλη υπόθεση. Θα πρέπει, όμως, να συμφωνούμε και οι δυο στο πού θέλουμε να πάμε. Στην προκειμένη περίπτωση, στη γονεϊκότητα. Διαφορετικά, αν ο ένας δεν το θέλει και «πεισθεί» από τον άλλο στην πορεία, στην πρώτη δυσκολία που θα έρθει σίγουρα θα υπάρξει κατηγορώ και θυμός.
Ισχύει όμως και το αντίθετο. Εάν δεν επιθυμεί παιδί ο σύντροφος ή η σύντροφος κι ο άλλος υποχωρήσει σε μια τόσο καθοριστική απόφαση ζωής, κάτι που δυστυχώς το συναντάμε, μετά το χρεώνουμε στον εαυτό μας ή στον άλλο, και το ζευγάρι ξεκινάει με ρωγμές, υποχωρήσεις και θυσίες.
Και πώς μια γυναίκα μπορεί να διαχειριστεί έναν άνδρα που δεν νιώθει έτοιμος να κάνει παιδιά ή δεν θέλει να αποκτήσει παιδιά, αλλά η ίδια δεν θέλει να τον αποχωριστεί;
Αυτές είναι σημαντικές αποφάσεις ζωής. Ο καθένας έχει να κάνει τη δική του επεξεργασία, να δει πόσο σημαντική είναι η γονεϊκότητα, να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, να μην κουκουλώσει και να μη σαμποτάρει επιθυμίες και συναισθήματα που θα τα βρει μπροστά του στη ζωή. Είναι ένα θέμα που το δουλεύουμε συχνά στη θεραπεία.
Πιστεύετε ότι η κατάψυξη ωαρίων είναι ένας τρόπος ώστε η γυναίκα να μην αισθάνεται τόσο πιεστικό το άγχος της τεκνοποίησης; Ή μήπως η κατάψυξη ωαρίων οδηγεί σε ακούσια αναβολή της μητρότητας;
Η κλινική πράξη δείχνει κυρίως ότι επιτρέπει ένα περιθώριο επιλογής στις γυναίκες που δεν νιώθουν την επιθυμία, όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες λόγω συντρόφου ή κοινωνικό – οικονομικής κατάστασης. Μην ξεχνάμε βεβαίως και την περίπτωση κάποιου προβλήματος υγείας που υποχρεώνει τη γυναίκα να αναβάλλει τη μητρότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κατάψυξη ωαρίων είναι μια σανίδα σωτηρίας. Ξέρετε, στις “childfree”γυναίκες, για να χρησιμοποιήσουμε και να εξοικειωνόμαστε και με τον όρο, η μεγαλύτερη αγωνία είναι ότι τώρα δε θέλω παιδί, μήπως όμως όταν θελήσω, δεν θα μπορώ να αποκτήσω; Σε αυτές τις περιπτώσεις η κατάψυξη ωαρίων δίνει ένα σημαντικό περιθώριο χρόνου να μην κάνουν μια κίνηση που τελικά δεν είναι τωρινή τους επιθυμία.
Σπάνια μια τέτοια επιλογή είναι αιτία αναβολής της μητρότητας, όταν υπάρχουν οι προϋποθέσεις και συνυπάρχει η επιθυμία. Το «θέλω» της μητρότητας είναι πολύ δυνατό για να μπει στο χρονοντούλαπο, επειδή δίνεται μια δυνατότητα για να πραγματοποιηθεί στο μέλλον.
Μια γυναίκα, που έχει κάνει αρκετές απόπειρες εξωσωματικής και δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει μωρό, πώς μπορεί να προστατέψει τον εαυτό της από τα συναισθήματα απογοήτευσης και κατάθλιψης;
Απογοήτευση θα υπάρξει, και γενικότερα θα πρέπει να το επιτρέπουμε αυτό όπως και σε όλα τα δύσκολα συναισθήματα επιτρέπουμε να υπάρχουν, να εκφράζονται και να λεκτικοποιούνται. Η Φωτεινή Τσαλίκογλου γράφει ότι το ανείπωτο αρρωσταίνει, αυτό που δεν ειπώθηκε, αυτό που έμεινε κλεισμένο μέσα μας και θάφτηκε ζωντανό. Σημαντικό είναι να μη γεμίσουμε με ενοχές, ότι φταίμε ή – το συναντώ συχνά πιστέψτε με – ότι τιμωρούμαστε για λάθος επιλογές ή για άλλες αμαρτίες μέσα από την αδυναμία μητρότητας. Ξυπνάνε δύσκολα συναισθήματα σε μια γυναίκα όταν δεν καταφέρνει να γίνει μητέρα. Έχω θεραπευόμενες που μου μεταφέρουν τον θυμό τους για άλλες γυναίκες που τα κατάφεραν, ότι δεν μπορούν να βλέπουν έγκυες ή καροτσάκια μωρού. Ανθρώπινα όλα, έχει σημασία, όμως, να τα δουλέψουμε και σε καμία περίπτωση να μην κρεμάσουμε τη ζωή μας και την ύπαρξή μας από την επιτυχία ή μη της μητρότητας. Εξάλλου, τι είπαμε; Η μητρότητα είναι ρόλος, όχι ταυτότητα.
Βοηθάει να υπάρχει plan b σε αυτές τις περιπτώσεις; Η αποδοχή δηλαδή ότι δεν τα κατάφερα να γίνω μητέρα, ενώ ήθελα και σταματώ τις προσπάθειες. Θεωρείτε ότι ο ψυχολόγος μπορεί να βοηθήσει σε αυτή τη ματαίωση;
Αρχικά χρειάζεται μεγάλη προσοχή και γνώση στο πώς θα προσεγγίσουμε μια γυναίκα που έχει μπει στον κυκεώνα της τεχνικής γονιμοποίησης. Έχει μεγάλη σημασία τόσο ο ειδικός όσο και το περιβάλλον της να σεβαστεί την αγωνία της, να μην πληγώσουμε τη μητρική της επιθυμία με σκληρές προτάσεις όπως «τώρα το θυμήθηκες;», και φυσικά να απενοχοποιήσουμε την απόλυτα προσωπική επιλογή μιας γυναίκας να μην επιθυμεί είτε να γίνει μητέρα είτε να συνεχίσει να κυνηγάει και να βάζει το σώμα και την ψυχή της σε αυτή την επίπονη διαδρομή. Η αποδοχή είναι σίγουρα μέσα στη διαδικασία, επειδή η μη εκπλήρωση μιας τόσο σημαντικής επιθυμίας εμπεριέχει σίγουρα πένθος, οπότε μια γυναίκα θα περάσει κι από τον θυμό, τη θλίψη και από τη διαπραγμάτευση, μέχρι να επιτρέψει στον εαυτό της να αναζητήσει και νέες πηγές έμπνευσης και χαράς. Όμως, έχει σημασία να θυμόμαστε ότι τη μητρότητα μπορεί να τη συναντήσει κανείς με πολλούς τρόπους.
Από το πώς θα διδάξω τους μαθητές μου στο σχολείο, πώς θα συμβουλεύσω τα ανίψια μου, μέχρι το πώς θα φροντίσω τα λουλούδια μου. Όπως γράφω και στο βιβλίο μου «Τα χρώματα που εσείς μου μάθατε»: «Η μητρότητα κρύβεται σε ό,τι αφοσιώνεσαι, όπου βάζεις νοιάξιμο, φροντίδα και ευθύνη». Ας επιτρέψουμε στον καθένα να τη βιώσει με τον δικό του προσωπικό τρόπο που ο ίδιος επιλέγει και μπορεί.
Συνέντευξη : Φλώρα Κασσαβέτη
Φωτογραφία : Όλγα Τζίμου
Δρ. Άννα Κανδαράκη, Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια.
Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αριστούχος του πανεπιστημίου Paris V Rene Descartes της Σορβόννης.